Από τις 17 ως τις 22 Νοέμβρη πραγματοποιήθηκαν τρεις διαδοχικές μεγάλες κινητοποιήσεις της νεολαίας, των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Στις 17 Νοέμβρη δεκάδες χιλιάδες κόσμου σε όλη τη χώρα διαδήλωσαν για την 51η επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, φωνάζοντας αντιιμπεριαλιστικά και αντιπολεμικά συνθήματα, συνθήματα ενάντια στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και στην κυβερνητική πολιτική, που δείχνουν την αναλλοίωτη επικαιρότητα των μεγάλων αιτημάτων που πρόβαλε η εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 και εξακολουθούν και σήμερα να κινητοποιούν τη νεολαία και τον ελληνικό λαό. Τρεις μέρες αργότερα σε όλη την Ελλάδα η πανεργατοϋπαλληλική 24ωρη απεργία που κήρυξαν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ έφερε ξανά στους δρόμους μεγάλες μάζες εργαζομένων που διαδήλωσαν για αυξήσεις τους μισθούς και για ΣΣΕ, ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που έχει γιγαντώσει την ακρίβεια και τη φορολογική αφαίμαξη των λαϊκών εισοδημάτων και κατεδαφίζει τη δημόσια υγεία και τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση. Δύο μέρες μετά οι συνταξιούχοι, μετά από κάλεσμα των συνεργαζόμενων συνταξιουχικών οργανώσεων, πραγματοποίησαν τη δική τους μαζική διαδήλωση καταγγελίας της κυβερνητικής πολιτικής και διεκδίκησης των αιτημάτων τους.
Το ότι, μέσα σε μια εβδομάδα, στα τρία απανωτά καλέσματα μαζικής κινητοποίησης υπήρξε μια ευρεία ανταπόκριση από τη νεολαία, τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, η οποία θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες φρόντιζαν πρακτικά για την οργανωτική προετοιμασία και την επιτυχία τους, είναι ένα γεγονός που δείχνει με σαφήνεια το κοινωνικό κλίμα που επικρατεί.
Ένα κοινωνικό κλίμα, πρώτα απ’ όλα, πλατιάς αποδοκιμασίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που τροφοδοτείται από μια κυβερνητική πολιτική που επιδεινώνει ραγδαία τις συνθήκες τη ζωής του ελληνικού λαού, μεγαλώνει την ανησυχία του για την πορεία που έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση στα εθνικά θέματα και για την όλο και πιο βαθιά εμπλοκή της χώρας στα επικίνδυνα και επιθετικά αμερικανονατοϊκά στρατιωτικά σχέδια και στους πολέμους στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία.
Αλλά ταυτόχρονα και ένα κοινωνικό κλίμα που αντανακλά τη φθορά του αστικού πολιτικού συστήματος στη συνείδηση των λαϊκών μαζών. Την αποστροφή τους και προς τα κοινοβουλευτικά κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης, που έχουν στηρίξει και στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική. Άλλωστε, δεν έχουν παρέλθει παρά μόνο πέντε μήνες που αυτό καταγράφηκε και με το μεγάλο ποσοστό αποχής στις ευρωεκλογές.
Είναι φανερό πως τα λαϊκά στρώματα έχουν περιέλθει από την παρατεταμένη εφαρμογή μιας σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής σε μια πιεστική κατάσταση από την οποία αναζητούν δρόμο για να ξεφύγουν. Μια κατάσταση που τα ωθεί σε μια κατεύθυνση αγωνιστικής κινητοποίησης για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα οξυμένα προβλήματά τους. Στο βαθμό που δίνεται η δυνατότητα μιας αγωνιστικής κινητοποίησης, αυτή η αγωνιστική διάθεση αντίστασης στην αντιλαϊκή πολιτική βρίσκει μια ανάλογη έκφραση σε μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα. Η δυνατότητα αυτή, ωστόσο, εξαρτάται από το συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει στο συνδικαλιστικό κίνημα, γιατί για να γίνει εργατική και λαϊκή κινητοποίηση χρειάζεται και ένα κινητήρα για να την οργανώσει. Μπορεί να εκδηλώνεται και αυθόρμητα, όμως για να μην είναι αποσπασματική, να μην παίρνει τα χαρακτηριστικά απλά μιας εκτόνωσης ή μιας «τουφεκιάς», αλλά να είναι μια μάχη με σταθερότητα στο στόχο της και αγωνιστική τακτική για την επιτυχία του, προϋποθέτει συνδικαλιστική οργάνωση και ένα αγωνιστικό προσανατολισμό.
Τα πολιτικά επιτελεία της ντόπιας ολιγαρχίας έχουν γνώση ότι την εκτεταμένη λαϊκή αποστασιοποίηση και την αντίθεση στην κυβερνητική πολιτική και στην πολιτική των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, η οποία εκφράζεται και με την πολιτική κρίση και φθορά που έχει εκδηλωθεί τόσο στην κυβερνητική πλευρά όσο και στην πλευρά της αστικής αντιπολίτευσης, θα πρέπει να την χειραγωγήσουν για να μην εκτραπεί σε ατραπούς που δεν θέλουν, όπως είναι η ανάπτυξη μαζικών εργατικών και λαϊκών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων. Ήδη κάνουν κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, με ανασχεδιασμό του πολιτικού σκηνικού που σε αυτή τη φάση, μετά τον κατακερματισμό του ΣΥΡΙΖΑ που τους εξυπηρέτησε για μερικά χρόνια, μια ορατή πλευρά του είναι η επαναφορά τού για χρόνια χρεοκοπημένου ΠΑΣΟΚ σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης και μελλοντικού διεκδικητή ή συνδιαχειριστή της κυβερνητικής εξουσίας. Η προσπάθεια επαναπαγίδευσης του λαϊκού παράγοντα και απορρόφησης της διαμαρτυρίας του σε ένα «αναπλασμένο» αστικό κομματικό σκηνικό, που ανακυκλώνει τα ίδια πολιτικά υλικά, βρίσκεται σε εξέλιξη.
Αν αυτό είναι το ένα μέσο με το οποίο επιχειρεί η ντόπια μεγαλοαστική τάξη να εμποδίσει την εξωκοινοβουλευτική αγωνιστική δραστηριοποίηση για τα λαϊκά προβλήματα, το άλλο παραμένει η συνεχής παρέμβασή της μέσα στο μαζικό κίνημα. Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των αστικών κομμάτων, με τη συμβιβαστική και φιλοκυβερνητική πολιτική τους, δρουν σαν τα «μακριά χέρια» της μέσα στο εργατοϋπαλληλικό συνδικαλιστικό κίνημα και, ελέγχοντας για πολλά χρόνια τα ανώτερα τα συνδικαλιστικά όργανα, έχουν συντελέσει ώστε να περάσουν βαριά χτυπήματα στα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, να έχουν μετατραπεί τα συνδικάτα σε γραφειοκρατικοποιημένες και απομαζικοποιημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις θέτοντας, ουσιαστικά, σε «πάγο» και την εσωτερική λειτουργία τους αλλά και την κινητοποίηση των εργαζομένων για την διεκδίκηση των αιτημάτων τους και την απόκρουση των αντιλαϊκών νόμων. Έχουν απαλείψει εντελώς σαν αντικείμενο της δράσης του συνδικαλιστικού κινήματος μεγάλα ζητήματα, όπως η πάλη για εθνική ανεξαρτησία, για την ειρήνη και ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, με αποτέλεσμα το εργατοϋπαλληλικό συνδικαλιστικό κίνημα να κρατιέται σε πλήρη αδράνεια μπροστά στη γενοκτονία που γίνεται, δυο χρόνια τώρα, στην Παλαιστίνη και απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία. Έχουν εξαφανίσει από την ημερήσια διάταξη του συνδικαλιστικού κινήματος τη χάραξη προγράμματος μαζικών αγώνων με συνέχεια και κλιμάκωση για την επίτευξη των εργατοϋπαλληλικών αιτημάτων.
Αυτό επαναλαμβάνεται και αυτές τις μέρες, όπου μετά την πανελλαδική 24ωρη απεργία στις 20/11, οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ τηρούν σιωπή λες και ικανοποιήθηκαν τα εργατικά αιτήματα. Και όχι μόνο αυτό: τις επόμενες μέρες θα ψηφισθούν στη Βουλή ο κρατικός προϋπολογισμός του 2025 και το νομοσχέδιο που θα καταργήσει μόνιμα τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, δυο, δηλαδή, κρίσιμα νομοθετήματα με μεγάλες αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους, για τα οποία οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν έχουν εξαγγείλει καμία αγωνιστική αντίδραση, ενώ θα έπρεπε να έχει σημάνει πανεργατοϋπαλληλικός απεργιακός ξεσηκωμός για να μην περάσουν. Είναι αυτή, ακριβώς, η πολιτική των παρατάξεων που ελέγχουν τα συνδικαλιστικά όργανα που μπλοκάρει την μαζική αγωνιστική κινητοποίηση ενάντια στην κυβερνητική πολιτική και όχι, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν μέσα στις στις εργατικές και λαϊκές μάζες οι διαθέσεις και η προθυμία για ένα τέτοιο αγώνα· ένας ισχυρισμός που συχνά λέγεται από τους απολογητές του συμβιβασμού με την κυβερνητική πολιτική ως δικαιολογία για την αγωνιστική απραξία που κηρύττουν.
Από την άλλη το ΚΚΕ αυτοεμφανίζεται ως «πραγματική-λαϊκή αντιπολίτευση» με μια πολιτική που κάθε άλλο παρά δίνει ώθηση και συμβάλλει στη συσπείρωση του μαζικού κινήματος πάλης, καθώς επιβάλλει στα συνδικάτα που ελέγχει μια στενά παραταξιακή-γραφειοκρατικοποιημένη λειτουργία, διαστρεβλώνει και εκφυλίζει τη μετωπική συνεργασία των συνδικάτων με το σχήμα του ΠΑΜΕ που έχει στήσει εδώ και χρόνια και λειτουργεί σαν αντικαταστάτης της προηγούμενης εργατικής παράταξής του, της ΕΣΑΚ. Ταυτόχρονα, παρά τις αγωνιστικές κορώνες των δυνάμεών του, η πράξη του χαρακτηρίζεται από τη διάσπαση που φέρνει σε συλλαλητήρια και διαδηλώσεις, με τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ να συγκεντρώνονται και να κινούνται χωριστά, από τον ακολουθητισμό σε αποφάσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών που κατά τα άλλα τις καταγγέλλει, από την οπισθοχώρηση σε κρίσιμες φάσεις αγώνων. Η πολιτική των δυνάμεων του ΚΚΕ αποδυναμώνει την ενοποιητική κινητοποίηση των εργαζομένων και δρα απωθητικά στη συνδικαλιστική συσπείρωσή της, ενώ οι πρακτικές του να «καταλάβει» και να ελέγχει με κάθε μέσο συνδικαλιστικές οργανώσεις πυροδοτούν και συνδικαλιστικές κρίσεις, όπως αυτή που εκδηλώθηκε τις προηγούμενες μέρες στο συνέδριο της ΟΙΥΕ.
Με τις παραπάνω πολιτικές να κυριαρχούν στο μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα οι αναπτυσσόμενες αγωνιστικές διαθέσεις μέσα στους εργαζόμενους, στη νεολαία και τα λαϊκά στρώματα δυσκολεύονται να βρουν διέξοδο σε μαζικούς αγώνες ικανούς να αναχαιτίσουν την αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική.
Αυτό το τοπίο μπορεί να αλλάξει μόνο μέσα από την επίμονη προσπάθεια να αλλάξουν οι συσχετισμοί δυνάμεων μέσα στο μαζικό κίνημα, έτσι ώστε να ενισχυθεί η αγωνιστική κατεύθυνση και η επιρροή των δυνάμεων που τη στηρίζουν. Η αγωνιστική κατεύθυνση που, στη βάση κάθε προβλήματος, ενεργοποιεί τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις για την διεκδίκηση των αιτημάτων τους και την αντιμετώπιση των αντιλαϊκών μέτρων και νόμων. Αναπτύσσει την πλατιά συλλογική-συνδικαλιστική οργάνωση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων. Συνενώνει τους μαζικούς αγώνες επιδιώκοντας την αναβάθμισή τους σε πανεργατικό-παλλαϊκό μέτωπο αντίστασης και πάλης για τα εργατικά και λαϊκά αιτήματα και για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής.