Σύμφωνα με τη Eurostat τον Σεπτέμβρη ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3%. Η «επιβάρυνση» που φέρνει στα ελληνικά νοικοκυριά υποτίθεται αντιμετωπίζεται από την κυβέρνησή με τις, όπως ισχυρίζεται, περίπου ισόποσες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό.

Τι όμως ορίζει την αύξηση του πληθωρισμού και φτάνουν οι αυξήσεις που υποτίθεται δίνονται ως αντίβαρο; Πληθωρισμός, λοιπόν, είναι η αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών μιας οικονομίας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Υπολογίζεται από την ποσοστιαία μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) στη διάρκεια του χρόνου. Ο ΔΤΚ παρακολουθεί ένα δείγμα αγαθών και υπηρεσιών. Αγαθά και υπηρεσίες που είναι πρώτης ανάγκης αλλά και εκείνα που απολαμβάνουν μόνο ή κυρίως εύπορα και πλούσια στρώματα. Όμως στα είδη πρώτης ανάγκης και επιβίωσης η αύξηση τιμών είναι μεγαλύτερη και ξεπερνά τον επίσημο πληθωρισμό που ανακοινώνει η κυβέρνηση. Ο πληθωρισμός σε αυτά τα είδη είναι, δηλαδή, αρκετά μεγαλύτερος από τον επίσημα πληθωρισμό που ανακοινώνεται επίσημα. Έτσι για το έτος 2023, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΕΛΣΤΑΤ, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 5,3%.

Από την οποία το μεγαλύτερο μέρος πηγαίνει σε είδη διατροφής, τη στέγαση, και τις μεταφορές.

Στην ίδια έρευνα υπολογίζεται ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για να καλυφθούν οι ανάγκες της επιβίωσης το 2023 είναι 1.685,26 ευρώ τον μήνα. Θυμίζουμε ότι από την 1η Απριλίου 2024 ο κατώτατος μισθός ανήλθε στα 830 ευρώ μεικτά. Ενώ η κυβέρνηση από τη ΔΕΘ έταξε ότι θα φτάσει τον Απρίλιο του 2027 στα 950 ευρώ μεικτά. Αυτές οι αυξήσεις που κατά την κυβέρνηση ήρθαν να ελαφρύνουν τις απώλειες του εισοδήματος των εργαζόμενων από τις τεράστιες αυξήσεις στις τιμές, στην πραγματικότητα για ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών δεν φτάνουν για να καλύψει τις βασικές ανάγκες επιβίωσης μέχρι το τέλος του μήνα. Έτσι εξαναγκάζονται οι καταναλωτές να περάσουν σε δραστικές μειώσεις στα είδη πρώτης ανάγκης. Μάλιστα από αυτές τις μειώσεις δεν γλύτωσαν, ανάμεσα στα άλλα, ούτε το ψωμί και το γάλα, τα φρούτα και τα ζυμαρικά.

Εντυπωσιακό είναι ένα ακόμα συμπέρασμα της έρευνας, της ΕΛΣΤΑΤ που αναδεικνύει ότι διευρύνεται συνεχώς το χάσμα πλουσιότερων και φτωχότερων στρωμάτων και ότι όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας φτωχοποιείται. Έτσι το μέσο νοικοκυριό αφιερώνει για τρόφιμα και στέγαση το 34,1% των δαπανών του, ποσοστό που για τα φτωχότερα νοικοκυριά φτάνει το 55,8%. Και δεν είναι μόνο αυτό το στοιχείο που αποδεικνύει τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, καθώς η δαπάνη του φτωχότερου 20% για διατροφή και στέγαση ανέρχεται στο 55,8% των συνολικών δαπανών του, ενώ το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού δαπανά το 24,8%. Κάνοντας έτσι τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για τη νίκη απέναντι στην ακρίβεια να αποδεικνύεται ότι αφορούν την ευημερία των λίγων και προνομιούχων. Μιας και κάτω από το όριο της φτώχειας βρίσκεται σχεδόν το 1/5 του πληθυσμού!

Από όλα τα στοιχεία αντιλαμβάνεται κανείς ότι εκτεταμένα τμήματα του ελληνικού λαού στενάζουν κάτω από τα βάρη των ολοένα και αυξανόμενων τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης, στο κόστος της στέγασης, του ρεύματος και των καυσίμων, αναγκάζοντάς τα να κόβουν πια όχι μόνο από τη διασκέδαση, την ένδυση και την υπόδηση, την εκπαίδευση, αλλά από τα βασικά είδη διατροφής. Επιβεβαιώνοντας καθημερινά την κυβερνητική αδιαφορία για τις συνθήκες ζωής του ελληνικού λαού.