Παρά το ότι στο νέο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Διαρθρωτικό Σχέδιο που παρουσιάστηκε στις αρχές της εβδομάδας στο υπουργικό συμβούλιο από τον Χατζηδάκη προβλέπεται πως το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί μέχρι το 2028, πρόσφατα αποκαλύφθηκε πως με συνεννόηση με τους «θεσμούς», κατά την Βαρουφάκειο έκφραση, δεν είναι ακριβώς έτσι…

Συγκεκριμένα όπως διέρρευσε από την Eurostat θα εγγραφούν στο έλλειμμα και κατά προέκταση στο χρέος οι αναβαλλόμενοι τόκοι του δανείου που συνάφθηκε το 2012, κατ΄ επιταγή του 2ου μνημονίου, με τον EFSF (Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας).

Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;

Η χώρα, δηλαδή η μνημονιακή κυβέρνηση Παπαδήμου, είχε λάβει το 2012 ένα μεγάλο δάνειο. Τότε είχε συμφωνηθεί ότι από το σύνολο των τόκων εξυπηρέτησης αυτού του δανείου θα καταβάλλεται κανονικά μόνο το τμήμα των τόκων που αντιστοιχεί στα 30 δισ. ευρώ του δανείου.

Οι αναβαλλόμενοι τόκοι είναι μέρος των τόκων του μεγάλου δανείου του 2012 του EFSF. Για το υπόλοιπο και μεγαλύτερο τμήμα του δανείου είχε χορηγηθεί περίοδος χάριτος έως το 2032, σε ότι αφορά τους τόκους, οπότε από αυτό προκύπτει ο χαρακτηρισμός αναβαλλόμενοι τόκοι.

Ωστόσο όχι και τόσο ξαφνικά η Εurostat υποθέτουμε – αυτή μας η υπόθεση μένει να επιβεβαιωθεί με πιέσεις που θα δεχτούμε για ακόμα μεγαλύτερα ξεπουλήματα – αποφάσισε να εγγράψει τους αναβαλλόμενους τόκους στο έλλειμμα και άρα στο χρέος. Αυτό σημαίνει πως για το 2021 έως και το 2023 θα εγγραφούν 12,5 δισ. ευρώ στο έλλειμμα και στο δημόσιο χρέος, ενώ από το 2024 θα προστίθεται οφειλή κάθε χρονιά 1,1 – 1,2 δισ. στο χρέος, που έως να φτάσει στα 23 δισ. ευρώ για τα εναπομείναντα 9 χρόνια έως το 2032, και είναι σαφές πως θα επιβαρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να υποβαθμίσει το θέμα με το επιχείρημα πως πρόκειται για ζήτημα «λογιστικής απεικόνισης», ενώ ο οίκος αξιολόγησης Moody’s πρόσφατα, και αυτό έχει την σημασία του, υπογράμμισε τη σημασία του συνολικού ύψους του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Μια άλλη υπόθεση που πέρασε στα «μουλωχτά» αφορά την άλλη εκκρεμότητα, τις αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις των τραπεζών, που μάλλον διευθετήθηκε… όπως διευθετήθηκε. Και αυτό αφορά γενικά τη φορομπηχτική πολιτική που ακολουθείται, ενώ στην ίδια περίοδο οι τραπεζίτες έχουν φορολογική ασυλία. Δημοσιονομικά στους προϋπολογισμούς θα έπρεπε να εγγραφούν έστω και ως πρόβλεψη τα έσοδα και οι αναλογούντες τόκοι που θα επηρέαζαν έλλειμμα και χρέος.

Βέβαια αν γίνονταν εκ των υστέρων καταγραφή θα άνοιγε το θέμα της κρατικής βοήθειας στον ιδιωτικό τομέα που για ορισμένες και μόνο περιπτώσεις ούτε που θέλουν να το ξέρουν οι ένοικοι των Βρυξελλών θεωρώντας το μεγάλη πληγή.

Έτσι, αφού οι τράπεζες σημειώνουν κέρδη συνεχόμενα, σε βάθος δεκαετίας θα έχουν ισορροπήσει σε βαθμό εξαφάνισης τις αναβαλλόμενες φορολογικές τους υποχρεώσεις… Και αυτό θα λυθεί (!) χωρίς ποτέ με κάποιο τρόπο να καταγραφεί δημοσιονομικά…

Να σημειώσουμε επίσης πως η τελική μορφή του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Διαρθρωτικού Σχεδίου αφού το επεξεργαστούν η αρμόδια επιτροπή της Βουλής, η Τράπεζα Ελλάδος και το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, θα υποβληθεί για έγκριση από το Ecofin στις 28 Νοεμβρίου…

Μα καλά από το 2018, επί κυβέρνησης Σύριζα, δεν είναι που τελείωσαν τα μνημόνια και η δημοσιονομική επιτήρηση…;;;