Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat και το 2023 η χώρα μας καταλαμβάνει σταθερά την πρώτη θέση με το υψηλότερο κόστος στέγασης σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα ανάμεσα στις χώρες τις Ε.Ε. Το ποσοστό αυτό ξεπέρασε το 2023 το 35%, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το 2022.

Η στεγαστική κρίση χτυπάει κυρίως τα χαμηλότερα εισοδήματα και ακόμα περισσότερο τους ενοικιαστές. Με τα ενοίκια να έχουν αυξηθεί πάνω από 37% κατά μέσο όρο τα τελευταία 5 χρόνια. Όσο για την αγορά σπιτιού αυτή φαντάζει όνειρο θερινής νυχτός με τη συστηματική αύξηση των τιμών των κατοικιών.

Μάλιστα το πρώτο εξάμηνο του 2024 άγγιξε σχεδόν το 20%, προσεγγίζοντας το ιστορικό υψηλό του 2008.

Και αν συνυπολογίσει κανείς το συνολικό κόστος στέγασης συμπεριλαμβανομένου και του κόστους των λογαριασμών «κοινής ωφέλειας», ιδιαίτερα το κόστος του ρεύματος, σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά (45,5%) καθυστερούν να πληρώσουν στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς. Ενώ το 74,6% των ενοικιαστών στην Ελλάδα δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για το ενοίκιο. Κατά συνέπεια το 71,9% των νέων 18-34 ετών διαμένουν ακόμα στο παιδικό τους δωμάτιο, ποσοστό που έχει αυξηθεί από 58,4% που ήταν το 2008. Επίσης το 90% των νέων ζευγαριών αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος της ιδιοκατοίκησης.

Παράλληλα το νομοθετικό πλαίσιο της τελευταίας δεκαετίας που έχει λύσει τα χέρια των funds και των τραπεζών αλλά και η εκτόξευση των επιτοκίων από την πολιτική που ακολουθείται, ανάγκασε χιλιάδες παλιούς δανειολήπτες να μη μπορούν να ανταπεξέλθουν. Έτσι σύμφωνα με την έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδας, το α’ εξάμηνο του 2024 η αύξηση των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε σε 1,6 δισ. ευρώ, αυξάνοντας τα προς πλειστηριασμό σπίτια. Ήδη για το β’ εξάμηνο του χρόνου προβλέπονται πάνω από 10.234 πλειστηριασμοί ακινήτων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αφορά περιουσία φτωχών ανθρώπων.

Υποτίθεται για να λυθεί το πρόβλημα της στέγασης η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια σειρά μέτρων στη ΔΕΘ, όπως το Πρόγραμμα «Σπίτι Μου ΙΙ». Μέτρα που δίνουν στις τράπεζες τη δυνατότητα να κερδοσκοπήσουν, μιας και επιβάλλουν τον τραπεζικό δανεισμό των «ωφελούμενων» για την απόκτηση κατοικίας ή την ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση του ακινήτου.

Όσο δε για το περιβόητο πρόγραμμα της κυβέρνησης για την ανακαίνιση μιας σειράς κρατικών ακινήτων ώστε αυτά να κατοικηθούν, αφορά στην πραγματικότητα ελάχιστους εργαζομένους. Μιας και μόλις 20.000 δικαιούνται να συμμετέχουν στο πρόγραμμα για την αγορά πρώτης κατοικίας και 2.500 για παροχή κατοικιών με χαμηλό ενοίκιο και έπειτα το δικαίωμα αγοράς. Το πρόγραμμα επίσης απαιτεί τον τραπεζικό δανεισμό από τους «δικαιούχους». Ενώ ενισχύονται οι κατασκευαστικοί όμιλοι και οι εταιρείες «real estate», που θα αναλάβουν τις επισκευές και τη διαχείριση των ακινήτων στον ρόλο του μεσάζοντα. Μιας και έχει καταργηθεί εδώ και χρόνια ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας.

Η κυβέρνηση τάζει κάποιες «ευκολίες» για τους εργαζόμενους. Όμως όταν αυτές συγκεκριμενοποιηθούν γίνεται ορατό ότι αποτελούν όχημα για μπίζνες των τραπεζών και εταιρειών.