Στις 27 Ιουνίου οργανώθηκε η πρώτη τηλεμαχία μεταξύ του Τζο Μπάιντεν και του Ντόναλντ Τραμπ από το τηλεοπτικό δίκτυο CNN. Με τις εκλογές να είναι τον προσεχή Νοέμβριο, ήταν κάπως νωρίτερα από ό,τι συνηθίζεται, ωστόσο αυτό αναφέρεται πως ήταν επιθυμία του ίδιου του Μπάιντεν. Η τηλεμαχία διεξήχθη με κλειστά τα μικρόφωνα των υποψηφίων, όσο αυτοί δεν τοποθετούνται, συνθήκη που ασφαλώς ευνοούσε τον Μπάιντεν. Οι δύο αντίπαλοι δεν αντάλλαξαν χειραψία όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, όπως στις περισσότερες δημόσιες εμφανίσεις του, παρουσιάστηκε εξουθενωμένος, ανερμάτιστος και σε σύγχυση, χάνοντας πολλές φορές τον ειρμό του λόγου του, ενώ άρχισε να τραυλίζει όταν ρωτήθηκε για το ζήτημα της ηλικίας του. Προσπάθησε να παρουσιάσει την αμερικάνικη οικονομία ως ακμάζουσα και να φορτώσει τις οποιεσδήποτε αρνητικές πλευρές στην προηγούμενη διοίκηση του Τραμπ. Επιτέθηκε στον Τραμπ για το ζήτημα των αμβλώσεων, υποσχόμενος για άλλη μια φορά ότι… θα αποκαταστήσει όχι το σχετικό δικαίωμα σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά ότι θα επαναφέρει σε ισχύ το δεδικασμένο της υπόθεσης Ρόου εναντίον Γουέιντ, που αποτέλεσε σαθρό θεμέλιο όπως αποδείχθηκε για το ζήτημα. Οποιοδήποτε δέλεαρ είχε ο Μπάιντεν για τους ψηφοφόρους, αυτό χάθηκε με τον ίδιο τρόπο που έχανε τα λόγια του.
Ο Τραμπ εμφανίστηκε πολύ πιο δυναμικός, σίγουρος και ως συνήθως αμετροεπής, παίζοντας τα χαρτιά που τον ενισχύουν, όπως το θέμα της μετανάστευσης από τα σύνορα του Μεξικού και του τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία. Διέφυγε των ζητημάτων που δεν τον βολεύουν, όπως αυτό των αμβλώσεων και ισχυρίστηκε ότι ο Μπάιντεν οδηγεί μέσω της Ουκρανίας τον πλανήτη στον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Απέκρουσε τις βολές του Μπάιντεν για την καταδίκη του, λέγοντας ότι ο πρόεδρος χειραγωγεί διάφορα τμήματα της δικαιοσύνης για να τον καταδιώξει πολιτικά και ότι ο γιος του, Χάντερ Μπάιντεν, είναι καταδικασμένος.
Η επίδοση του Μπάιντεν θεωρήθηκε η χειρότερη δυνατή και ευθύς αμέσως μετά την τηλεμαχία, άρχισαν να ασκούνται πιέσεις, ειδικά από διάφορα μεγάλα ΜΜΕ που πρόσκεινται στους Δημοκρατικούς, για αντικατάσταση, έστω και τώρα, του Μπάιντεν από άλλον υποψήφιο. Παράλληλα στο κόμμα των Δημοκρατικών επικρατεί κρίση και πανικός, καθώς τα περισσότερα στελέχη, ειδικά τα πεπειραμένα, θεωρούν ότι ο Μπάιντεν θα τους οδηγήσει σε εκλογική συντριβή. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι μια αντικατάσταση αυτή τη στιγμή θα ήταν ολέθρια και θα έστελνε ακόμη χειρότερα μηνύματα στην αμερικάνικη κοινωνία. Μέχρι στιγμής, το άμεσο περιβάλλον του Μπάιντεν, καθώς και οι πρώην πρόεδροι Ομπάμπα και Κλίντον, τον στηρίζουν. Ωστόσο ήδη κυκλοφορούν δημοσκοπήσεις για την καταλληλότητα της Μισέλ Ομπάμα να αντιμετωπίσει τον Τραμπ. Αναμένεται να υπάρξουν έντονες αντιπαραθέσεις για όλα αυτά στο συνέδριο των Δημοκρατικών που θα διεξαχθεί μεταξύ 19 και 22 Αυγούστου στο Σικάγο. Ακόμη και η αντιπρόεδρος, Καμάλα Χάρις, αναγκάστηκε να μιλήσει για «αργή αρχή» στο CNN.
Μετά την τηλεμαχία, όλες οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν την ψαλίδα να αυξάνεται γρήγορα υπέρ του Τραμπ, οπότε εκεί που η κατάσταση φαινόταν οριακή, τώρα διαμορφώνεται μεγάλο προβάδισμα για αυτόν. Χαρακτηριστικό ήταν το εξώφυλλο των Times, όπου δείχνει τον Μπάιντεν να αποχωρεί με τίτλο «πανικός», οπότε και δημιουργείται η φράση Time to panic, δηλαδή «ώρα για πανικό»…
Από ’κει και πέρα δεν υπάρχει μέσο που στηρίζει τους Δημοκρατικούς που να μη δημοσιεύει αναλύσεις για την ανάγκη να αποσυρθεί ο Μπάιντεν. Η New York Times τον καλεί να αποσυρθεί για να υπηρετήσει τη χώρα. Ο New Yorker μιλάει για «εθνικό κίνδυνο» αν παραμείνει. Το αγγλικό Economist ανάμεσα σε άλλα καλεί την αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρις να αναλάβει τον ρόλο του Μπάιντεν. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι Chicago Tribune, Washington Post και Wall Street Journal.
Είναι ίσως σημείο των καιρών της παρακμής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού το γεγονός ότι οι δύο υποψήφιοι είναι ένας αδύναμος ηλικιωμένος με άνοια από τη μία και ένας αμετροεπής ακροδεξιός τυχοδιώκτης από την άλλη. Αυτές είναι οι επιλογές που προσφέρονται στον αμερικάνικο λαό για τις προσεχείς εκλογές του Νοεμβρίου, σε μια περίοδο που οι εσωτερικές αντιθέσεις στις ΗΠΑ, από τους κυρίαρχους κύκλους των ιμπεριαλιστών μέχρι και τα λαϊκά στρώματα, είναι οξυμένες όσο ποτέ…