Πηγαίνοντας προς τις ευρωεκλογές χρήσιμο είναι να θυμηθούμε και τι αρνητικές επιπτώσεις στους εργαζόμενους της χώρας μας έχει φέρει η ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ.
Χωρίς αμφιβολία η πλειονότητα -κατά ορισμένες εκτιμήσεις το 70%- όσων νομοθετούν οι κυβερνήσεις των κομμάτων που υπηρετούν απαρέγκλιτα την ΕΕ, εκπορεύεται από την πολιτική που αυτή αποφασίζει. Από τις αποφάσεις της, όσο και αν επιχειρούν να εμφανίσουν τον αντιδραστικό αυτό μηχανισμό πως δήθεν κόπτεται για τους λαούς και την ευημερία τους και υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι πασιφανής ο ρόλος της ΕΕ και στο τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων.
Χαρακτηριστική περίπτωση η οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά µε ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας». Μέσα από τα σημεία και τις διατυπώσεις της οδηγίας αλλά και σχετικών ερμηνευτικών ανακοινώσεων που ακολούθησαν, αποδεικνύεται πώς εννοείται αυτή η οργάνωση του χρόνου εργασίας που επιβάλλει μέχρι και 13 ώρες δουλειάς, όπως προκύπτει από την έντεχνη διατύπωση του άρθρου 3 της οδηγίας 2033/88/ΕΚ ότι “κάθε εργαζόμενος διαθέτει, ανά εικοσιτετράωρο, περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συναπτών ωρών”. Όπως διευκρίνισε σχετική ερμηνευτική ανακοίνωση: «… Όταν δεν υπάρχει παρέκκλιση, ο συνεχόμενος χρόνος εργασίας περιορίζεται σε 13 ώρες… και πρέπει να ακολουθείται από τουλάχιστον 11 συναπτές ώρες ανάπαυσης.»
Σε άλλο σημείο της προβλέπεται «ο χρόνος εργασίας να μην υπερβαίνει, ανά επταήμερο, τις 48 ώρες, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών». Με την οδηγία αυτή όχι μόνο το εβδομαδιαίο 40ωρο εργασίας γίνεται 48ωρο αλλά και η ημερήσια εργασία επιτρέπεται να ξεπερνάει το 8ωρο αρκεί ο μέσος όρος εργασίας ανά επταήμερο να είναι 48 ώρες. Αυτό σημαίνει πρακτικά και την εφαρμογή ελαστικού ωραρίου εργασίας.
Επίσης, εξαιρεί το διάλειμμα και την «επιφυλακή» από τον χρόνο εργασίας: Όπως σημειώνει η ερμηνευτική ανακοίνωση, «τα διαλείμματα δεν πρέπει να υπολογίζονται ως χρόνος εργασίας καθώς αποτελούν περιόδους ανάπαυσης». Και «σε τέτοιες καταστάσεις, οι οποίες ονομάζονται επίσης επιφυλακή, μόνο ο χρόνος της πραγματικής παροχής υπηρεσιών… πρέπει να θεωρείται χρόνος εργασίας κατά την έννοια της οδηγίας».
Πάνω σε αυτήν την οδηγία της ΕΕ πάτησε και ο νόμος Γεωργιάδη του 2023, για να επιβάλει εργασία σε περισσότερους από έναν εργοδότη, η οποία αθροιστικά μπορεί να φθάνει τις 13 ώρες τη μέρα. Όλα όσα προβλέπονται στην οδηγία της ΕΕ, μπορούν να επιβληθούν «μέσω της νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής οδού», αλλά και «με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων». Και βέβαια στη φάση αυτή όπου οι ΣΣΕ σπανίζουν, επιτρέπεται η υπέρβαση του 48ωρου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, με «ατομική συναίνεση» του εργαζόμενου, η οποία συναίνεση εξασφαλίζεται βέβαια ακόμη και υπό την απειλή της απόλυσης. Στο πλαίσιο λοιπόν της εργάσιμης μέρας ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να επεκτείνει τον εργάσιμο χρόνο χωρίς αυτή η επέκταση να τον επιβαρύνει οικονομικά, αφού είτε ο εργάσιμος χρόνος είναι 10ωρος είτε 11ωρος είτε 8ωρος, ο εργαζόμενος πληρώνεται με το ίδιο ημερομίσθιο.