Μια μέρα πριν ανακοινωθεί η συμφωνία για την εκεχειρία στη Γάζα πραγματοποιήθηκε Σύνοδος Κορυφής των BRICS μέσω τηλεδιάσκεψης με θέμα τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Το σχήμα αποτελεί όχημα για Κίνα αλλά και Ρωσία ώστε να παρέμβουν στις εξελίξεις στην περιοχή με αφορμή το αιματοκύλισμα στη Γάζα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η αντιπροσωπεία των 8 ΥΠΕΞ των αραβικών και μουσουλμανικών χωρών, μαζί με τον γγ του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας, ξεκίνησαν την περιοδεία στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, για την επίτευξη εκεχειρίας, από το Πεκίνο και κατόπιν τη Μόσχα.
Το Πεκίνο, ύστερα από την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων Ιράν – Σαουδικής Αραβίας, επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την κατάρρευση των αμερικανικών σχεδίων για επαναπροσέγγιση του Ριάντ με το Τελ Αβίβ, λόγω των εξελίξεων στην Παλαιστίνη.
Ακόμη και οι αμερικανόπνευστες συμφωνίες του Αβραάμ, που συνήψε το Ισραήλ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και το Μαρόκο, τίθενται πλέον εν αμφιβόλω. Με τις αραβικές κοινωνίες να βράζουν ενάντια σε ΗΠΑ και Ισραήλ, τα περιθώρια των ηγεσιών των χωρών αυτών για διατήρηση και επέκταση των σχέσεων με το Ισραήλ είναι πλέον περιορισμένα.
Η Κίνα και δευτερευόντως η Μόσχα, οι οποίες διατηρούν πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με αραβικές και ισλαμικές χώρες, αλλά και με το Ισραήλ, επιδιώκουν να παίξουν έναν ρόλο διαμεσολαβητή στις εξελίξεις. Υπενθυμίζουμε ότι το Ισραήλ ανήκει στον περίφημο κινέζικο «δρόμο του Μεταξιού» και έχει μεγάλη εβραϊκή κοινότητα ρωσικής καταγωγής. Το Πεκίνο, από την άλλη, εισάγει το 60% του πετρελαίου από χώρες της Μέσης Ανατολής, με κύρια πηγή το Ιράν, η οποία είναι επίσης και μια σημαντική εξαγωγική αγορά για τα κινεζικά προϊόντα.
Γι’ αυτό και οι «ισορροπημένες» αναφορές των δυο ηγετών κατά τη διάρκεια της συνόδου οι οποίες επικεντρώθηκαν κυρίως στο ανθρωπιστικό ζήτημα και στο γενικό δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού να έχει πατρίδα. Δεν καταδίκασαν το Ισραήλ για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράττει στη Γάζα, επιδιώκοντας να κρατήσουν τις γεωπολιτικές ισορροπίες, αν και δεν του αναγνώρισαν το «δικαίωμα στην αυτοάμυνα». Σι και Πούτιν ζήτησαν την κατάπαυση του πυρός και την απελευθέρωση των ομήρων, με τον τελευταίο να επιρρίπτει την ευθύνη για την όξυνση της κατάστασης στις ΗΠΑ.
Ο Κινέζος πρόεδρος επανέλαβε τις εκκλήσεις του για αποκατάσταση του δικαιώματος των Παλαιστινίων να αποκτήσουν κράτος και πως πρέπει να συγκληθεί μια πιο «αυθεντική» διάσκεψη για να οικοδομηθεί μια διεθνής συναίνεση για μια δίκαιη και διαρκή διευθέτηση του παλαιστινιακού ζητήματος. Ο Σι Τζινπίνγκ τόνισε πως «είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η ασφαλής και απρόσκοπτη διέλευση της ανθρωπιστικής βοήθειας και να σταματήσει η συλλογική τιμωρία κατά του λαού της Γάζας μέσω της αναγκαστικής έξωσης, καθώς και της διακοπής του νερού, του ηλεκτρισμού και του πετρελαίου». Την προηγούμενη της συνόδου, ο Σι μίλησε τηλεφωνικά με τον Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, συμφωνώντας ότι μια «λύση δύο κρατών» είναι η θεμελιώδης διέξοδος από τη σύγκρουση.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν απηύθυνε έκκληση για πολιτική λύση στη σύγκρουση πιθανά με τη συμβολή των BRICS. Τόνισε ότι οι ανθρωπιστικές παύσεις είναι σωστό βήμα προς την ειρήνη και ότι είναι σημαντικό να μην εμπλακούν άλλες χώρες στη σύγκρουση ώστε να μην διευρυνθεί το μέτωπο αλλά και «να διασφαλίσουμε την εύθραυστη διαθρησκευτική ειρήνη». Υπάρχει μια «ανθρωπιστική καταστροφή» που εκτυλίσσεται στη Γάζα και «είναι συγκλονιστικό να παρακολουθούμε πώς γίνονται χειρουργικές επεμβάσεις σε παιδιά χωρίς αναισθησία», συμπλήρωσε ο Ρώσος πρόεδρος. Κατηγόρησε ως αποτυχημένη τη διπλωματία των Ηνωμένων Πολιτειών, τονίζοντας πως «όλα αυτά τα γεγονότα, στην πραγματικότητα, είναι άμεση συνέπεια της επιθυμίας των ΗΠΑ να μονοπωλήσουν τις λειτουργίες διαμεσολάβησης στην παλαιστινιο-ισραηλινή διευθέτηση».
Αυτός που στάθηκε πιο ανοιχτά απέναντι στο Ισραήλ ήταν ο Νοτιοαφρικανός πρόεδρος, Σίριλ Ραμαφόζα, που το κατηγόρησε για «εγκλήματα πολέμου» και «γενοκτονία» στην Γάζα. Ανοίγοντας τις εργασίες της έκτακτης συνόδου, στην οποία προήδρευσε, έστρεψε τα πυρά του στο Ισραήλ λέγοντας πως «η συλλογική τιμωρία Παλαιστινίων αμάχων μέσω της παράνομης χρήσης βίας από το Ισραήλ αποτελεί έγκλημα πολέμου». Στη συνέχεια πρόσθεσε ότι «η εσκεμμένη άρνηση παροχής φαρμάκων, καυσίμων, τροφίμων και νερού στους κατοίκους της Γάζας ισοδυναμεί με γενοκτονία». Παρ’όλα αυτά άφησε αιχμές και προς τη Χαμάς, πιθανά σε μια προσπάθεια διατήρησης των ισορροπιών εντός του σχήματος, λέγοντας πως «στις επιθέσεις της εναντίον αμάχων και λαμβάνοντας ομήρους, η Χαμάς παραβίασε επίσης το διεθνές δίκαιο και πρέπει να λογοδοτήσει για αυτές τις ενέργειες». Προέτρεψε τη διεθνή κοινότητα «να συμφωνήσει σε επείγουσες και συγκεκριμένες ενέργειες για να τερματιστεί η συμφορά στη Γάζα και να ανοίξει ο δρόμος για μια δίκαιη και ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης», παραθέτοντας έναν κατάλογο αυτών των προτεινόμενων ενεργειών. Εκτός από «άμεση και πλήρη» κατάπαυση του πυρός, ζήτησε την ανάπτυξη δύναμης του ΟΗΕ, «με την εντολή να εποπτεύσει την παύση των εχθροπραξιών και την προστασία των αμάχων».
Η Νότια Αφρική ασκεί σφοδρή κριτική στο Ισραήλ για τον πόλεμο στη Γάζα και έχει ήδη υποβάλει αίτημα στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για να το διερευνήσει για φερόμενα εγκλήματα πολέμου. Η Νότια Αφρική για χρόνια συγκρίνει τις πολιτικές του Ισραήλ στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη με το δικό της καθεστώς απαρτχάιντ του φυλετικού διαχωρισμού στο παρελθόν. Νωρίτερα η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών της Νότιας Αφρικής ψήφισε υπέρ του κλεισίματος της Ισραηλινής πρεσβείας και τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ μέχρι να συμφωνήσει σε κατάπαυση πυρός στη Γάζα. Πριν από τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας το Ισραήλ ανακάλεσε τον πρεσβευτή του για διαβουλεύσεις.
Μιλώντας εξ ονόματος του πρωθυπουργού, Ναρέντρα Μόντι, ο Ινδός υπουργός Εξωτερικών, Σ. Τζαϊσανκάρ, ήταν πιο «ήπιος» απέναντι στο Ισραήλ. Είπε ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση προκαλεί «τεράστιο ανθρώπινο πόνο», κάλεσε σε «αυτοσυγκράτηση» και χαιρέτισε «όλες τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για αποκλιμάκωση». Τόνισε την «επείγουσα ανάγκη» να διασφαλιστεί η ανθρωπιστική βοήθεια και να «απελευθερωθούν όλοι οι όμηροι».
Η Ινδία από την αρχή της κρίσης ευθυγραμμίστηκε με το Ισραήλ, με τον Μόντι να είναι ένας από τους πρώτους ηγέτες που εξέφρασε την «αλληλεγγύη» του και αποκάλεσε την επίθεση της Χαμάς «τρομοκρατία». Στη συνέχεια (12 Οκτώβρη), το ΥΠΕΞ της Ινδίας εξέδωσε μια δήλωση που υποστήριζε τη δημιουργία ενός «κυρίαρχου, ανεξάρτητου και βιώσιμου κράτους της Παλαιστίνης, που θα ζει μέσα σε ασφαλή και αναγνωρισμένα σύνορα, δίπλα δίπλα σε ειρήνη με το Ισραήλ».
Δύο εβδομάδες αργότερα, η Ινδία απείχε από την ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για ανθρωπιστική κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Ακόμη οι ινδικές αρχές απαγόρευσαν οποιαδήποτε διαδήλωση αλληλεγγύης στο μουσουλμανικό Κασμίρ και ζήτησαν από τους μουσουλμάνους ιεροκήρυκες να μην αναφέρουν τη σύγκρουση στα κηρύγματά τους. Οι περιορισμοί αποτελούν μέρος των προσπαθειών της Ινδίας να περιορίσει κάθε μορφή διαμαρτυρίας για την ισραηλινή επιθετικότητα, αφού οι μεγάλες διαδηλώσεις αλληλεγγύης προς τους Παλαιστινίους συχνά μετατρέπονται σε συγκρούσεις με αίτημα τον τερματισμό της ινδικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Στη συνάντηση συμμετείχαν επίσης ηγέτες και από τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ιράν και την Αργεντινή, που πρόκειται να ενταχθούν στο μπλοκ τον Ιανουάριο, αν και ο νέος πρόεδρος της τελευταίας είναι αντίθετος στην ένταξη.
Ο Σαουδάραβας πρωθυπουργός και πρίγκιπας διάδοχος, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, κάλεσε σε άμεση εκεχειρία και ζήτησε την έναρξη μιας σοβαρής και συνολικής ειρηνευτικής διαδικασίας για την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967.
Ο Ιρανός Πρόεδρος, Εμπραχίμ Ραϊσί, τόνισε πως οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να κάνουν δημοψήφισμα για να καθορίσουν την τύχη τους. Χαρακτήρισε τη Γάζα ως «το σύμβολο ηθικής παρακμής της Δύσης» και πως το χειρότερο όλων είναι «η αταλάντευτη υποστήριξη της Αμερικής που έχει καταστήσει μάταιους όλους τους διεθνείς οργανισμούς».
Ο υπουργός Εξωτερικών της Αργεντινής, Σαντιάγκο Καφιέρο, είπε ότι η χώρα του αναγνωρίζει το δικαίωμα του Ισραήλ «στη νόμιμη αυτοάμυνα ενώ σέβεται αυστηρά το ανθρωπιστικό διεθνές δίκαιο».
Αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις δεν επέτρεψαν την έκδοση κοινής ανακοίνωσης αν και ο προεδρεύων Ραμαφόσα προσπάθησε να το υποβαθμίζει λέγονταν ότι αυτό έγινε γιατί οι διπλωμάτες δεν είχαν αρκετό χρόνο για να συντάξουν μια δήλωση.
Αντίπαλοι ή εταίροι;
Αυτό το ερώτημα έθεσε ο Κινέζος πρόεδρος στους CEOs (διευθύνοντες σύμβουλοι) των μεγαλύτερων αμερικανικών εταιρειών σε δείπνο που έγινε προς τιμή του, στο περιθώριο της διάσκεψης Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC).
Το δείπνο ήταν πολυαναμενόμενο για το ανφαν γκατέ του επιχειρηματικού κόσμου των ΗΠΑ. Ανάμεσά τους ο διευθύνων σύμβουλος της Apple, Τιμ Κουκ, ο επικεφαλής της Tesla, Ίλον Μασκ, και ο Στίβεν Σβάρτσμαν της Blackrock, κ.α.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν εκπροσωπήθηκε από την υπουργό Εμπορίου, Τζίνα Ραϊμόντο, τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Κίνα, Νίκολας Μπερνς, και τον Κουρτ Κάμπελ, κορυφαίο σύμβουλο του Λευκού Οίκου για την Κίνα.
Στην ομιλία του ο Σι, ο οποίος χειροκροτήθηκε πολλές φορές, είπε πως «το νούμερο ένα ερώτημα για εμάς είναι, είμαστε αντίπαλοι ή εταίροι;». Τόνισε πως «αν κάποιος δει την άλλη πλευρά ως πρωταρχικό ανταγωνιστή, την πιο συνεπακόλουθη γεωπολιτική πρόκληση και μια αυξανόμενη απειλή, θα οδηγήσει μόνο σε παραπληροφορημένη χάραξη πολιτικής, άστοχες ενέργειες και ανεπιθύμητα αποτελέσματα». Αντί για αντιπαλότητα, ο Σι ξεκαθάρισε ότι η Κίνα θέλει μια συνεργατική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια σχέση «win-win».
Η θερμή ανταπόκριση, από τα υψηλόβαθμα επιχειρηματικά στελέχη των ΗΠΑ, είναι μια υπενθύμιση της σημασίας του κινεζικού εμπορίου και της αδυναμίας εξ ολοκλήρου αποσύνδεσης από μια χώρα που πέρσι έκανε εμπόριο αξίας σχεδόν 760 δισ. δολαρίων με τις ΗΠΑ και που η οικονομία της πλησιάζει τα 20 τρισ. δολάρια.