Μέσα στο μεγάλο εκλογικό κουρνιαχτό γεννήθηκαν απορίες, θεωρίες, ευχαρίστηση και «κλαψούρα». Έχουμε πει πολλές φορές πως σε αυτό το αστικό παιχνίδι -τις εκλογές- πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι, χαμηλές θερμοκρασίες και ψυχρό νου. Αλλιώς οι δημοσκόποι θα μας πάρουν τα μυαλά και το κουτί με τη χαραμάδα -κάλπη- θα γίνει το λυχνάρι του Αλαντίν. Με όλα τα καλά και όλα τα κακά. Αλλά υπάρχουν και αφώτιστες γωνίες στο εκλογικό ραβαΐσι που χρειάζονται θεωρητικό και πολιτικό ψαχούλεμα αν θέλουμε να χαιρόμαστε και να κλαίμε με μέτρο. Μία τέτοια πλευρά είναι η λεγόμενη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, που μάλιστα αποδείχνεται από την επικράτηση της ΝΔ και τη γέννηση ακροδεξιών, θρησκόληπτων, «ψεκασμένων», ελληνοφρενικων ομαδοποιήσεων στο πλευρό της δεξιάς.
Η αντίρρησή μας είναι η εξής. Η στροφή των κοινωνιών δεν συντελείται στην κάλπη. Εκεί μπορεί να φαίνεται. Υπάρχουν όμως βαθύτερες αιτίες που αξίζει να μνημονεύονται. Και αυτές αφορούν την ιδεολογική, πολιτική σύγκρουση ανάλογων ρευμάτων που μπορεί να παίρνουν και στρατιωτική μορφή (πχ εμφύλιος πόλεμος). Οι υποχωρήσεις σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο των αξιών του κομμουνιστικού κινήματος είναι μία σοβαρή παράμετρος. Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι η έννοια «λαός» είναι υπαρκτή αλλά και αφαιρετική. Δύο περιοχές της χώρας μας έχουν διαφορετική παράδοση, άλλες μνήμες, άλλη εκπαίδευση, άλλες ρίζες και δεν είναι όλα ίδια φύρδην-μίγδην. Για παράδειγμα η Ικαρία έχει άλλες συντεταγμένες από την Πέλλα, απλώς εμείς -κακώς- βγάζουμε μέσο όρο. Ένα τρίτο παράδειγμα αφορά τις ηλικίες. Η γενιά του Πολυτεχνείου και της μεταπολίτευσης γαλβανίστηκε αλλιώς από γενιές του απολιτίκ και αυτό φαίνεται σε διάφορους κώδικες ζωής.
Ο Λένιν τόνιζε τη διαφορά ανάμεσα στους μεταλλωρύχους και τους κλωστοϋφαντουργούς. Οι πρώτοι γνώριζαν την πειθαρχία της δουλειάς και την οργάνωση στα συνδικάτα, οι δεύτεροι κουβαλούσαν την ρεμπελοσύνη των αγροτών που έχασαν τη δουλειά τους και σύρθηκαν στις κλωστομηχανές. Αν πάρουμε ως οδηγητικό νήμα τη σύλληψη του Β. Ι. Λένιν θα πρέπει να δούμε ότι τα εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα και η επέκταση υπηρεσιών και τουρισμού δημιουργεί μία «ψιλή άμμο» που εύκολα θυμάται και ξεχνάει (Τέμπη, Πύλος), οργίζεται και αποπροσανατολίζεται. Τη δεκαετία του ’30 διανοούμενοι, όπως πχ ο Θεόφιλος, εφηύραν το φωτοστέφανο του «Άη Λαού» που πρέπει να εκθειάζεται. Ήταν η αστική απάντηση στο πρόταγμα του επαναστατικού ΚΚΕ για την ανωτερότητα της εργατικής τάξης, ως τάξης που παράγει και κινεί τον ιστορικό τροχό. Η άρχουσα τάξη σκάλισε την ιστορία για να βρει προγόνους της, το ΚΚΕ έψαχνε πρωτοπόρους, εξεγέρσεις και ανατροπές στην νεοελληνική ιστορική πορεία.
Ως εκ τούτου, για τους κομμουνιστές τα πράγματα είναι συγκεκριμένα, ρεαλιστικά και ανατρέψιμα. Μπορεί για λόγους μεθοδολογίας να κάνουμε γενικεύσεις και αφαιρέσεις, αλλά πρέπει να γειωνόμαστε στο πραγματικό έδαφος. Να βλέπουμε τις αντιθέσεις, το πραγματικό τους μέγεθος και κυρίως στο πεδίο της ταξικής πάλης. Για παράδειγμα κανένα από τα ακροδεξιά σχήματα, υπαρκτό ή ανύπαρκτο, δεν βρίσκεται στο δρόμο, στο πλάι του λαού, στους αγώνες. Έχουν έναν κατάλογο παλαιοσυντηρητικών σελίδων που αρχίζει από κάψιμο των βιβλίων για τον Δαρβίνο και φτάνει ως την άρνηση των αμβλώσεων. Η πανδημία, η οικονομική κρίση για το μεταναστευτικό φούσκωσε τα πανιά ομάδων σαν τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς αλλά -για την ώρα- το πραγματικό πρόβλημα είναι η ΝΔ και η εξουσία της. Από την επομένη των εκλογών θα πρέπει να δούμε τους χώρους δουλειάς και μόρφωσης, να οργανώσουμε της αντιστάσεις του λαού και να βγούμε ξανά στους δρόμους του αγώνα. Εκεί που ατσαλώνεται το σίδερο και ο Μητσοτάκης θα βρει την πραγματική αντιπολίτευση.