Ενώ στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής σημαντικές αλλαγές και αναδιατάξεις βρίσκονται σε εξέλιξη, με αναβάθμιση της επιρροής της Κίνας και της Ρωσίας και την υποβάθμιση του παραδοσιακά ισχυρού ρόλου των ΗΠΑ, μία υποβόσκουσα σύγκρουση πυροδοτήθηκε στο γειτονικό Σουδάν, με χαρακτηριστικά εμφυλίου πολέμου. Μία σύγκρουση πίσω από την οποία βρίσκονται εδώ και χρόνια ανταγωνιζόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με ερείσματα στα αντιμαχόμενα κέντρα εξουσίας.
Από τις 15 Απρίλη μάχες έχουν ξεσπάσει (και συνεχίζονται παρά τις διαδοχικές συμφωνίες για εκεχειρία) στην πρωτεύουσα του Σουδάν Χαρτούμ και σε άλλες περιοχές της χώρας. Οι αντίπαλες στρατιωτικές παρατάξεις μάχονται για τον έλεγχο της εξουσίας, αυξάνοντας τον κίνδυνο ενός εμφυλίου πολέμου. Η ένταση συσσωρευόταν εδώ και μήνες μεταξύ του στρατού του Σουδάν και των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF), οι οποίες ανέτρεψαν από κοινού την κυβέρνηση με πραξικόπημα τον Οκτώβριο του 2021.
Οι μάχες και συγκρούσεις που μαίνονται από το Σάββατο 15 Απρίλη στο Σουδάν, με εκατοντάδες νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και νέα μεγάλα δεινά για τον λαό, αποτελούν νέο επεισόδιο σοβαρής κλιμάκωσης στη σφοδρή εσωτερική αντιπαράθεση που οξύνεται εδώ και χρόνια στη χώρα, με την ενεργή παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων και σε άμεση διασύνδεση με τους εντεινόμενους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς συνολικά στην αφρικανική ήπειρο.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται η τρέχουσα ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, με επικεφαλής, από τη μια πλευρά, τον αρχηγό του στρατού και επικεφαλής του πραξικοπήματος που έγινε τον Οκτώβρη του 2021, στρατηγό Μπντέλ Φατάχ αλ Μπουρχάν, και, από την άλλη, τον αντιπρόεδρο του «Στρατιωτικού Συμβουλίου» των πραξικοπηματιών, αρχηγό της παραστρατιωτικής οργάνωσης «Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης» (RSF), στρατηγό Μοχάμεντ Χαμντάν Ντάγκαλο ή Χεμεντί.
Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης και των «παρεμβάσεων» τίθενται ο σημαντικός ορυκτός πλούτος του Σουδάν και η κρίσιμη γεωπολιτική του θέση, τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» της χώρας, που και σε αυτήν την περίπτωση μετατρέπονται από «ευλογία» σε «κατάρα» για τον λαό, ο οποίος βιώνει συνθήκες ακραίας φτώχειας, δεκαετίες πολεμικών συγκρούσεων, συνεχή πραξικοπήματα, χτύπημα των κοινωνικών και δημοκρατικών του δικαιωμάτων.
Ενδεικτικά, σε ό,τι αφορά τον ορυκτό πλούτο, το Σουδάν έχει μεγάλη παραγωγή χρυσού, από την οποία ωστόσο υπολογίζεται πως περίπου τα δύο τρίτα μεταφέρονται λαθραία στο εξωτερικό. Διαθέτει επίσης σημαντικά κοιτάσματα ουρανίου, σε περιοχές κοντά στα σύνορα με το Νότιο Σουδάν. Μεγάλες είναι ακόμα οι δυνατότητες στον αγροκτηνοτροφικό τομέα, με μεγάλες εκτάσεις που μπορούν να καλλιεργηθούν, υδατικούς πόρους, αφού στη χώρα διέρχεται ο Νείλος, και αχανείς φυσικούς βοσκότοπους.
Ως προς τη γεωπολιτική θέση του Σουδάν, ξεχωρίζουν η σημαντική ακτογραμμή του στην Ερυθρά Θάλασσα, περίπου 750 χιλιόμετρα και γενικά η εγγύτητά του με μια σειρά από περιοχές κρίσιμες για τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην ήπειρο, στη ζώνη του Σαχέλ και στην Ανατολική Αφρική.
Ολη αυτήν την περίοδο, επιταχύνονται μια σειρά από εξελίξεις, χαρακτηριστικές για τα παζάρια με ανταγωνιστικά ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, που επιδιώκουν να ενισχύσουν τη θέση τους στο Σουδάν και συνολικότερα στην Αφρική. Σε αυτό το πλαίσιο, μετά από παζάρια με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, το φθινόπωρο του 2020, η κυβέρνηση υπέγραψε μια από τις περιβόητες «Συμφωνίες του Αβραάμ» για την εξομάλυνση των σχέσεων αραβικών και μουσουλμανικών κρατών με το Ισραήλ. Ως «αντάλλαγμα» για τη συμφωνία, οι ΗΠΑ έβγαλαν το Σουδάν από τη μαύρη λίστα των «χωρών που στηρίζουν την τρομοκρατία» και υποσχέθηκαν σημαντική οικονομική βοήθεια.
Τον Δεκέμβρη του 2021, ανακοινώθηκε συμφωνία της στρατιωτικής κυβέρνησης με τη Ρωσία για τη δημιουργία στρατιωτικής ναυτικής βάσης στην Ερυθρά Θάλασσα. Σχετικά παζάρια διεξάγονταν από τον πρώην δικτάτορα Μπασίρ ήδη από το 2018, ενώ η Μόσχα ενίσχυε επί χρόνια τα «πατήματά» της στο Σουδάν, μεταξύ άλλων και μέσω της ρωσικής μισθοφορικής εταιρείας «Wagner». Δημοσιεύματα και καταγγελίες από τις ΗΠΑ και αλλού επισημαίνουν, εκτός των άλλων, ενεργή εμπλοκή της «Wagner» στο λαθρεμπόριο χρυσού, σε άμεση διασύνδεση με την ηγεσία του στρατού και των παραστρατιωτικών. Μετά τις νέες ένοπλες συγκρούσεις, η ηγεσία της «Wagner» διέψευσε οποιαδήποτε εμπλοκή, ωστόσο τον περασμένο Φλεβάρη, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Σουδάν, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Λαβρόφ, είχε υπερασπιστεί τη δράση της «Wagner» στην Αφρική, λέγοντας ότι «αναπτύσσεται κατόπιν αιτημάτων κυβερνήσεων» και «συνεισφέρει στην εξομάλυνση της κατάστασης στην περιφέρεια». Χαρακτήρισε «τραγωδία» όσα συμβαίνουν στο Σουδάν, τονίζοντας ότι η «Wagner» είναι «ιδιωτική εταιρεία» και το Σουδάν έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της, εφόσον το επιθυμεί. Αναφέρθηκε εξάλλου στον ρόλο των ΗΠΑ για τη διχοτόμηση της χώρας, με την απόσχιση και την ανεξαρτησία του Νότιου Σουδάν το 2011.
Στο φόντο αυτών των δηλώσεων, αίσθηση προκάλεσε ρεπορτάζ της εφημερίδας «The Washignton Post», στο οποίο Αμερικανοί αξιωματούχοι καταγράφεται να επεξεργάζονται κατάλογο επιχειρησιακών σχεδίων και απόπειρας δολοφονίας διοικητών της «Wagner» στην Αφρική, θέλοντας να περιορίσουν την αυξημένη επιρροή της στην περιοχή. Στο ρεπορτάζ η ρωσική μισθοφορική εταιρεία κατηγορείται πως επιχειρεί να φτιάξει μία «συνομοσπονδία αντιδυτικών κρατών στην Αφρική» χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα ώστε να ενισχυθούν οι σύμμαχοι της Ρωσίας στην ήπειρο.
Την ίδια ώρα, συμφωνίες και παζάρια βρίσκονται σε εξέλιξη και με άλλα κέντρα που διατηρούν ισχυρά συμφέροντα στο Σουδάν, όπως η Κίνα (1η χώρα σε εξαγωγές στο Σουδάν με 31% και 2η σε απορρόφηση εξαγωγών από το Σουδάν, με 19%), τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (1η χώρα σε απορρόφηση εξαγωγών, με 31%, και 3η σε εξαγωγές στο Σουδάν, με 11%), η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος κ.ά.
Την ίδια ώρα, σε μια χώρα με τέτοιο πλούτο και δυνατότητες, μεγάλο μέρος του λαού εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας και πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού είναι αντιμέτωπα με οξύ υποσιτισμό. Απέναντι σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, οι λαϊκές κινητοποιήσεις για δημοκρατικά και οικονομικά δικαιώματα συνεχίζονται όλα αυτά τα χρόνια, παρά την κρατική καταστολή, που έχει ενταθεί ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα του 2021, με τις δυνάμεις της δικτατορίας που σήμερα πολεμούν μεταξύ τους να έχουν δολοφονήσει και τραυματίσει χιλιάδες διαδηλωτές.