Ο Ουγκιέν, ένας από τους 770.000 κατοίκους του Μπουτάν, αυτής της μικρής – στριμωγμένης ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία – χώρας της Νότιας Ασίας, ακολούθησε ανόρεχτα σπουδές δασκάλου, ποθώντας διακαώς μια ζωή τραγουδιστή στην Αυστραλία. Σπρωγμένος από τη γιαγιά του που τον μεγάλωσε κι ονειρεύεται για τον εγγονό της μια σίγουρη, ευυπόληπτη σταδιοδρομία και πιεσμένος από τις αρμόδιες αρχές, αναχωρεί εσπευσμένα για τη Λουνάνα, ένα χωριό 56 κατοίκων στη σκιά των Ιμαλαΐων σε υψόμετρο 4.800 μ., όπου για να φτάσει κανείς απαιτείται ποδαρόδρομος αρκετών ημερών.
Οι κάτοικοι τον υποδέχονται μετά βαΐων και κλάδων, οι περιορισμοί όμως που επιβάλλει η απουσία στοιχειωδών ανέσεων ενισχύουν την απροθυμία του• η πρώτη του αντίδραση είναι να επιστρέψει το γρηγορότερο στον πολιτισμό. Το μέλλον ωστόσο επιφυλάσσει άλλα.
Μ’ αυτήν την πρώτη μόλις μεγάλου μήκους ταινία του, ο Μπουτανέζος φωτογράφος και κινηματογραφιστής, Πάου Τσόινινγκ Ντόρχι, μας γνώρισε αυτόν τον μικρό επίγειο παράδεισο με την εντυπωσιακή άγρια χλωρίδα και πανίδα, αποσπώντας πλήθος διθυραμβικών κριτικών• όχι άδικα, θα λέγαμε. Γιατί το “Λουνάνα” επικοινωνεί εικόνες, ήχους και νοήματα που διαπερνούν την καρδιά σαν σαϊτιές• είτε πρόκειται για το κελάηδημα των πουλιών που προαναγγέλλουν την άνοιξη και θα ζήλευαν κι αυτά τ’ αηδόνια του Πηλίου ακόμα, ή για τους ύμνους που απευθύνει η Πέμα στην πλάση, είτε για όσα μπορεί να διαβάσει κανείς στο χαμόγελο ή το θλιμμένο βλέμμα της Πεμ Ζαμ.
Ο ποτισμένος από τον δυτικό πολιτισμό Ουγκιέν, παραδίνεται άθελά του στη σαγήνη ενός τόπου ανέγγιχτης ομορφιάς και στη θέρμη μιας κοινότητας αμόλυντων ανθρώπων που πιστεύουν πώς ένας δάσκαλος μπορεί ν’ αγγίζει το μέλλον, αλλάζοντας για πάντα.
Πλάνα υψηλής εικαστικής αρτιότητας (η θητεία του Ντόρχι ως φωτογράφου έπαιξε σημαντικό ρόλο), κι ένα υποδειγματικής ευθυβολίας σενάριο το οποίο υποστηρίζεται αγαστά από τις ανεπιτήδευτες ερμηνείες των παιδιών της Λουνάνα που έγιναν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη ηθοποιοί για τις ανάγκες της ταινίας• κοντά σ’ αυτά ο Νάκα, το επιβλητικό γιακ που φιλοξένησε η σχολική τάξη, μπόρεσε εύκολα να διατηρήσει την (μεταδοτική) ηρεμία του.
Σε συνέντευξή του σ’ ελληνικό διαδικτυακό περιοδικό, ο Ντόρχι υπήρξε λαλίστατος και αποκαλυπτικός: «Η ταινία απηχεί σ’ ένα βαθμό την εποχή που διανύουμε στο Μπουτάν, καθώς οι νέοι ψάχνουν να βρουν απαντήσεις στα υπαρξιακά τους ερωτήματα στο μοντέρνο κόσμο, στη Δύση, […] σε πόλεις γεμάτες φως και λάμψη. Έτσι, θέλησα να τους μεταφέρω σε μια διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Στη Λουνάνα, έναν τόπο στα υψίπεδα των Ιμαλαΐων, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, έναν τόπο σχεδόν μυθικό ακόμα και για μας τους ίδιους, αφού ελάχιστοι έχουν κατορθώσει να τον επισκεφτούν. Μάλιστα “Λουνάνα” σημαίνει στη γλώσσα μας “η σκοτεινή πεδιάδα”. Εκεί δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, τηλέφωνα ή ίντερνετ, ούτε κανονικές τουαλέτες και ντους. Αυτό το ταξίδι προς το σκοτάδι είναι ίσως όμως αυτό που χρειάζεται ο ήρωάς μας για να του αποκαλυφθεί τι πραγματικά αξίζει στη ζωή. […] Για να φτάσει κανείς στη Λουνάνα, πρέπει να ταξιδέψει δυο βδομάδες […] Μείναμε 2 ½ μήνες στη Λουνάνα, δεν είχαμε κανονική τουαλέτα ή ντους, πλέναμε τα ρούχα μας στο ποτάμι, […] δεν υπήρχε κανονικό φαγητό. Είχαμε όμως αυτό το πανέμορφο τοπίο κι αυτούς τους ανθρώπους.[…] Μόνο τρεις άνθρωποι κατάγονται από την πόλη (απ’ όσους συμμετείχαν στην ταινία), αλλά κι εκείνοι δεν είχαν ξαναπαίξει σε ταινία. Οι υπόλοιποι είναι κάτοικοι της Λουνάνα, οι οποίοι δεν έχουν εικόνες και παραστάσεις του έξω κόσμου. […] Τα παιδιά που πρωταγωνιστούν δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει “σινεμά”. […] Κι αυτό μας βοήθησε πολύ στα γυρίσματα, γιατί όλοι έπαιζαν εντελώς φυσικά. […] Η μόνη οδηγία ήταν να μην κοιτάνε απευθείας το μαύρο κουτί που κρατούσα.[…] Επιλέξαμε τελικά ανθρώπους η ζωή των οποίων καθρεφτιζόταν με κάποιο τρόπο στο σενάριο, όπως η μαθήτρια στην οποία επικεντρώνουμε, η Pem Zam. […] Όταν τους είπα ότι ήθελα να βάλουμε ένα γιακ μέσα στην τάξη με κοίταζαν καλά-καλά, γιατί τα γιακ δεν είναι απολύτως εξημερωμένα και θα μπορούσε να τη διαλύσει. Όμως ο Naka […] ήταν το πιο ήρεμο και γλυκό γιακ της περιοχής. Μετέφερε μάλιστα στην πλάτη του όποιον επισκέπτη αρρώσταινε από το υψόμετρο, σε περιοχές με χαμηλότερο υψόμετρο για να συνέλθει. […] Είχε σώσει ζωές. Ήταν ένας πραγματικός ήρωας. Λίγο μετά τα γυρίσματα ο Νaka (το όνομά του σημαίνει λευκή μύτη γιατί είχε ένα λευκό σημαδάκι) πέθανε από βαθιά γεράματα. Όμως, θέλω να πιστεύω πως η ψυχή και η καρδιά του ζουν μέσα από την ταινία […]».
Ένα ακατέργαστο κινηματογραφικό διαμαντάκι που κλείνει άδολα το μάτι σ’ εκπαιδευτικούς και μαθητές όλων των ηλικιών.
Υποψηφιότητα για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.