Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Μίσλα Λάζλο, εβδομηντάρης συνταξιούχος ουγγρικής καταγωγής, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στην Αμερική αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατηγορείται για εγκλήματα που σύμφωνα με το κατηγορητήριο είχε διαπράξει στην Ουγγαρία κατά τη διάρκεια του πολέμου ως μέλος του ναζιστικού κόμματος, διώκοντας, βασανίζοντας και δολοφονώντας τσιγγάνους, Εβραίους και κομμουνιστές.
Την υπεράσπισή του αναλαμβάνει η κόρη του Αν Τάλμποτ, δικηγόρος καριέρας, η οποία εμφανίζεται ως μη έχουσα την παραμικρή αμφιβολία για την αθωότητα του πατέρα της. Στη δίκη μάλιστα που ακολουθεί, οργανώνει την υπερασπιστική της γραμμή στη βάση του επιχειρήματος ότι ο πατέρας της είναι θύμα οργανωμένης εκστρατείας των Σοβιετικών, με στόχο τη σπίλωση και την εξουδετέρωση ορκισμένων εχθρών του κομμουνισμού.
Η Αν κερδίζει στα σημεία, και τα πράγματα παίρνουν ευνοϊκή τροπή για τον Μίσλα. Το ταξίδι-αστραπή όμως, που η δικηγόρος πραγματοποιεί στη Βουδαπέστη με αφορμή τη δίκη, επιφυλάσσει εκπλήξεις.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, αναζωπύρωσε μεταξύ άλλων τη συζήτηση γύρω από τη ζωτική σχέση ιμπεριαλισμού και φασισμού, σχέση που καθόρισε εν πολλοίς τη συνθήκη διεξαγωγής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και στο πλαίσιο αυτό, συστήνουμε ξανά το “Μουσικό Κουτί”.
Για όσους αναρωτιούνται πώς ξεφύτρωσε ο Βίκτωρ Όρμπαν, η απάντηση είναι αρκετά απλή. Ο διαβόητος για το αντικομουνιστικό του μένος ακροδεξιός Ούγγρος πρωθυπουργός, είναι κατ’ αρχήν απότοκο των Ούγγρων φασιστών αυτού του πολέμου, όπως αντίστοιχα οι νεοναζί της Ουκρανίας ορκίζονται στο όνομα του δωσίλογου Στεπάν Μπαντέρα, που ευθύνεται για τη σφαγή χιλιάδων κομμουνιστών, Εβραίων και Πολωνών στο πλαίσιο της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό, είναι ότι όπως ακριβώς οι πρώην ναζί, έτσι και συνεργάτες τους διαφόρων εθνικοτήτων, και οι Ούγγροι εν προκειμένω, βρήκαν εύκολα μετά τη λήξη του πολέμου καταφύγιο στα εδάφη της μεγάλης νικήτριας δύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Εκεί δηλ. όπου τα εγκλήματά τους μπορούσαν να σκεπαστούν χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, και σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις να τους αποφέρουν σημαντικά οφέλη.
Επτά χρόνια μετά τον “Αγνοούμενο”, ο Κώστας Γαβράς, αποφασίζει να καταπιαστεί μ’ ένα ζήτημα που αποτέλεσε κατά την μετα-μακαρθική εποχή περίοπτο κινηματογραφικό “θέμα”, τα εγκλήματα και τους εγκληματίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και για μια ακόμα φορά δεν αρκείται στα επιφαινόμενα της πιο αποτρόπαιης θηριωδίας που διαπράχτηκε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά ανασκαλεύει το βάθος υπομονετικά κι επίμονα, για να βγάλει με παρρησία στον αφρό τα πιο σκοτεινά και λιγότερο αβανταδόρικα ευρήματα. Αποκαλύπτοντας και καταγγέλλοντας τη βαθύτερη φύση του ιμπεριαλισμού, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στον μνημειώδη διάλογο της Αν Τάλμποτ (Τζέσικα Λανγκ), με τον πρώην πεθερό της, μεγαλοδικηγόρο και πρώην στέλεχος των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών Χάρυ Τάλμποτ (Ντόναλντ Μόφατ): «Τι νομίζεις ότι συνέβη μετά τον πόλεμο; Οι κομμουνιστές ήταν ο στρατός του Σατανά πάνω στη γη. Και καθώς επρόκειτο για τους πρώην “συμμάχους” μας, δεν ήμασταν προετοιμασμένοι να τους σπιουνιάρουμε. Οι ναζί ήταν ο αποτελεσματικότερος κατασκοπευτικός αντικομουνιστικός μηχανισμός στον κόσμο. Τους χρειαζόμασταν. Και τους χρησιμοποιήσαμε. Αν οι κομμουνιστές δεν επικράτησαν, είναι επειδή κάναμε εν προκειμένω εξαιρετική δουλειά».
Εκμεταλλευόμενος ιδανικά το ψιλοδουλεμένο σενάριο του Τζο Εστερχάζ (επιλογή που είχε σε μεγάλο βαθμό να κάνει με την ουγγρική καταγωγή του σεναριογράφου, όπως και με το γεγονός ότι ο Εστερχάζ είχε μνήμες από την Ουγγαρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), ο Γαβράς υφαίνει με περίσσια κινηματογραφική μαστοριά το πολιτικό/δικαστικό του θρίλερ, κρατώντας τον ρυθμό σταθερά ασθματικό και το σασπένς στο ζενίθ, σκιαγραφώντας παράλληλα ολοκληρωμένους, σύνθετους χαρακτήρες, και φωτίζοντας ανελλιπώς το “γιατί” των πραγμάτων.
Ο Βελωτός Σταυρός, ενδεικτικά, ο οποίος αναφέρεται επανειλημμένα στην ταινία, ήταν ένα ισχυρό προ-χιτλερικό ουγγρικό κόμμα που συνεργαζόταν στενά με τους ναζί την περίοδο της κατοχής, δρώντας εκ παραλλήλου με τους Ούγγρους αστυνομικούς γνωστούς ως Ξέντορς. Από κοινού με τους ναζί, όπως μαρτυρά ο Εστερχάζ, χιμούσαν σχεδόν παντού, βυθίζοντας τη χώρα σ’ ένα γκεσταποκρατούμενο βασίλειο τρόμου, παρασύροντας συχνά πολίτες και στρατιώτες στον δολοφονικό φανατισμό τους, μια εντόπια εκδοχή της χιτλερικής “Τελικής Λύσης”.
Η πιο ενδιαφέρουσα ίσως παράμετρος του πολιτικού θρίλερ, όπως το αντιλαμβάνεται ο Γαβράς, έγκειται ενδεχομένως στο ότι οι απαντήσεις, αν και κάθε άλλο παρά συγκεχυμένες, δεν είναι εύκολες – ούτε ανώδυνες. Όσο δύσκολο κι αν είναι για έναν Αμερικανό νεότερης γενιάς ν’ αποδεχτεί το γεγονός ότι οι πατεράδες ή οι παππούδες του περιέθαλψαν τους ναζί εγκληματίες επειδή αυτό εξυπηρετούσε τον κεντρικό πολιτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, δεν παύει να συνιστά μια συντριπτική αλήθεια, την οποία ο Γαβράς ξεδιπλώνει με κομψούς κινηματογραφικούς όρους αλλά χωρίς ιδιαίτερα ψιλά γράμματα. Κι όπως λέει ο Φρέντερικ Φόρεστ (ο κατήγορος Τζακ Μπερκ στην ταινία), «ο βασικός στόχος δεν είναι να τιμωρηθεί ένας γέρος-πρώην εγκληματίας. Το ζητούμενο είναι να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη».
Μια ακόμα σπουδαία πολιτική ταινία, και μια ιστορική μαρτυρία-γροθιά από τον συμπαθή δημιουργό.
Χρυσή Άρκτος στο φεστιβάλ Βερολίνου το ’90, υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα και Όσκαρ γυναικείας ερμηνείας για την Τζέσικα Λανγκ.