Οι μεγαλειώδεις διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις του λαού, των εργαζομένων και της νεολαίας για να μη συγκαλυφθεί το έγκλημα στα Τέμπη αντιμετωπίστηκαν από την κυβέρνηση για μια ακόμη φορά με την επιστράτευση της βάναυσης κρατικής καταστολής. Οι εικόνες των άγριων αστυνομικών επιθέσεων με τις οποίες αντιμετωπίστηκαν οι λαϊκές κινητοποιήσεις καταγγελίας του εγκλήματος στα Τέμπη που έκαναν τον γύρο του διαδικτύου και των δελτίων ειδήσεων αποτελούν το λιγότερο πρόκληση για τα δημοκρατικά αισθήματα του λαού και της νεολαίας. Οι βίαιες αστυνομικές επιθέσεις στις διαδηλώσεις, τα αστυνομικά οχήματα που χτύπησαν διαδηλωτές, οι δεκάδες προσαγωγές και συλλήψεις (ακόμη και μαθητών, όπως στην Πάτρα την Παρασκευή 10/3), τα χημικά και οι χειροβομβίδες κρότου λάμψης συνθέτουν το «ψηφιδωτό» της κρατικής τρομοκρατίας, που επιστρατεύτηκε απέναντι στον «εχθρό»-λαό.
Οι σοκαριστικές εικόνες και βίντεο των αστυνομικών επιχειρήσεων είχαν ως αποτέλεσμα μέχρι και τη διάλυση μεγαλειωδών συγκεντρώσεων -όπως την Πέμπτη 16/3- όπου, προς το τέλος της μαζικότατης απεργιακής κινητοποίησης, τα ΜΑΤ εξαπέλυσαν εντελώς απρόκλητα μια άγρια επίθεση με ξεκάθαρο στόχο να τρομοκρατηθεί ο λαός και οι εργαζόμενοι που κατέκλυσαν τους δρόμους της Αθήνας. Μα και για κάθε κινητοποίηση που πραγματοποιήθηκε για την καταγγελία του εγκλήματος στα Τέμπη επιστρατεύτηκαν οι δυνάμεις καταστολής. Αποκορύφωμα αποτέλεσε ο εμβολισμός κάδων απορριμμάτων, που από τύχη δεν προκάλεσε σοβαρούς τραυματισμούς σε διαδηλωτές και διερχόμενους πολίτες, από γερανό της αστυνομίας ο οποίος ανέπτυξε επικίνδυνα ταχύτητα μετά το τέλος της απεργιακής κινητοποίησης την Πέμπτη 16/3.
Οι πρόσφατες κατασταλτικές επιχειρήσεις αποτελούν συνέχεια και κομμάτι της συνολικής πολιτικής κρατικής τρομοκρατίας με την οποία η κυβέρνηση της ΝΔ έχει αντιμετωπίσει τους λαϊκούς και νεολαιίστικους αγώνες, καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετούς διακυβέρνησής της. Από την κατάργηση του ασύλου και την προσπάθεια εγκατάστασης της πανεπιστημιακής αστυνομίας μέχρι τις απαγορεύσεις συγκεντρώσεων, συναθροίσεων και κυκλοφορίας με πρόσχημα την πανδημία και την καραντίνα, από τη «βιομηχανία» δικών ενάντια σε αγωνιστές μέχρι τις προσαγωγές, τις συλλήψεις, τα χημικά και το ξύλο στις διαδηλώσεις, η πολιτική της κρατικής καταστολής οξύνθηκε επικίνδυνα όλη την τελευταία περίοδο.
Άλλοθι και πρόσχημα για την εξαπόλυση των βίαιων αστυνομικών επιχειρήσεων απέναντι στις πρόσφατες λαϊκές κινητοποιήσεις έδωσε για μια ακόμη φορά η προβοκατόρικη δράση γνωστών ομάδων κουκουλοφόρων με αναφορά στον αναρχικό – αντιεξουσιαστικό χώρο. Η ρίψη μολότοφ, πετρών και άλλων αντικειμένων στις δυνάμεις της αστυνομίας, το στήσιμο «οδοφραγμάτων» κατά τη διάρκεια ειρηνικών διαδηλώσεων και συνολικά η τυφλή και μηδενιστική βία των ομάδων αυτών δεν έχει καμία σχέση με το οργανωμένο εργατικό-λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα. Αντίθετα αποτελούν ενέργειες και πρακτικές ξένες και εχθρικές προς τον αγωνιζόμενο λαό και τη νεολαία, τροφοδοτούν με επιχειρήματα την κυρίαρχη αντιδραστική προπαγάνδα για να λοιδορεί και να συκοφαντεί τους λαϊκούς αγώνες, για να τρομοκρατεί και να εκφοβίζει όλη την κοινωνία. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως τη δράση αυτών των ομάδων αξιοποιεί και η κυβέρνηση για να χτυπήσει διαδηλώσεις ή για να βρουν πρόσφορο έδαφος να έχουν παρουσία στις κινητοποιήσεις φανερά ή συγκαλυμμένα δυνάμεις του παρακράτους και της ασφάλειας, όπως αποδείχτηκε και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις με τις εικόνες των αστυνομικών με πολιτικά που δρούσαν προβοκατόρικα μέσα στις ομάδες των κουκουλοφόρων.
Δίπλα στην κρατική καταστολή βρέθηκαν για μια ακόμη φορά τα ΜΜΕ, τα οποία επιχείρησαν είτε να δικαιολογήσουν και να συγκαλύψουν τις βίαιες αστυνομικές επιχειρήσεις, είτε να κρύψουν κάτω από τις εικόνες των επεισοδίων τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις του λαού και της νεολαίας. Μόνο μετά τις εικόνες με την απρόκλητη επίθεση των ΜΑΤ και του αστυνομικού γερανού στην απεργιακή κινητοποίηση την Πέμπτη 16/3 υποχρεώθηκαν ακόμη και κυρίαρχα αστικά ΜΜΕ προσκείμενα στην κυβέρνηση να κάνουν λόγο για «περιστατικά ακραίας αστυνομικής βίας».
Στον απόηχο των πρόσφατων επιχειρήσεων καταστολής ήρθε η αιφνιδιαστική αλλαγή του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. από το νεοσυσταθέν Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΚΥΣΕΑ), η οποία -παρά τα ερωτηματικά που προκαλεί και τις εσωτερικές αντιθέσεις στους κόλπους της κυβέρνησης και της αστυνομίας που αντανακλά- αποτελεί μία πολιτική κίνηση με σκοπό την εκτόνωση της συσσωρευμένης λαϊκής οργής και αγανάκτησης, μετά και από τις πρόσφατες εικόνες ακραίας αστυνομικής βίας. Ο τέως αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Κωνσταντίνος Σκούμας, ο οποίος τοποθετήθηκε στη θέση αυτή μετά και από τη βάρβαρη καταστολή με την οποία αντιμετωπίστηκαν χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες στον Έβρο και τη Λέσβο κάτω από τη δική του επιχειρησιακή ευθύνη το 2020, στη δήλωση που πραγματοποίησε μετά την καθαίρεσή του έκανε λόγο για «πρωτοφανή απαξίωση του θεσμικού ρόλου του Αρχηγού» και για «συγκεκριμένα κέντρα εξουσίας στα οποία προκλήθηκε έντονη δυσαρέσκεια». Δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή αυταπάτη πως η αλλαγή του αρχηγού της αστυνομίας θα επιφέρει οποιαδήποτε αλλαγή στην ένταση της κρατικής καταστολής και τρομοκρατίας, αλλά αντίθετα, αποτελεί μια προσπάθεια εξωραϊσμού της.
Από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελβετία, την Αγγλία και τη βάρβαρη καταστολή με την οποία αντιμετωπίζονται οι εργατικές-λαϊκές κινητοποιήσεις εκεί, μέχρι την Ελλάδα της αστυνομοκρατίας και των άγριων αστυνομικών επιθέσεων, η κυρίαρχη τάξη και το πολιτικό της προσωπικό επιλέγει την όξυνση της κρατικής τρομοκρατίας για να τσακίσει το αγωνιστικό φρόνημα του λαού και της νεολαίας, για να εκφοβίσει συνολικά τους λαούς που ξεσηκώνονται ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική της ακρίβειας, της φτώχειας και των ιδιωτικοποιήσεων. Ζητούμενο για το εργατικό-λαϊκό κίνημα είναι να αποκρούσει την κρατική καταστολή και να συνεχίσει στο δρόμο του ανυποχώρητου αγώνα.