Η έκθεση που παρουσίασε ηγεσία των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ στην Επιτροπή Πληροφοριών της αμερικάνικης Γερουσίας, κατά την ετήσια δημόσια ακρόαση της για την «αξιολόγηση των παγκόσμιων απειλών», είναι αποκαλυπτική προς τα πού οδηγεί η αμερικανορώσικη αντιπαράθεση στον πόλεμο στην Ουκρανία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει γίνει «ένας τρομερός πόλεμος φθοράς» με «σημαντικό κίνδυνο κλιμάκωσης» και με «πιθανότητα να συνεχίσει, ενδεχομένως, για χρόνια» και «να συμβεί άμεση στρατιωτική σύγκρουση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία»!
Αυτή η πρόβλεψη για την πορεία του πολέμου μπορεί να αποδίδεται από τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες μονομερώς στους «υπολογισμούς» και στις προθέσεις του Πούτιν, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως απεικονίζει τους σχεδιασμούς και τους «λογαριασμούς» που κάνει η κυβέρνηση των ΗΠΑ για την εξέλιξη του πολέμου με βάση τις δικές της ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις.
Άλλωστε σε τούτο συνηγορούν και όλες οι προετοιμασίες, τα μέτρα, οι κινήσεις και οι δραστηριότητες που αναπτύσσουν σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο τόσο οι ΗΠΑ και τα ιμπεριαλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης όσο και η Ρωσία.
Η αλυσίδα των δυτικών οικονομικών πιέσεων, μέσω κυρώσεων προς τη Ρωσία, επεκτείνεται και το ίδιο γίνεται και με την άσκηση πολιτικών πιέσεων, όπου στα πρόσφατα ψηφίσματα «καταδίκης» της Ρωσίας που προωθούν οι ΗΠΑ και η ΕΕ ήλθε να προστεθεί, τις τελευταίες μέρες, και η ανακοίνωση μιας διάσκεψης των δυτικών για ένα νέο κατασκεύασμά τους, με την ονομασία «Διεθνές Κέντρο για τη Δίωξη του Εγκλήματος της Επίθεσης», που θα εδρεύει στην ΕΕ και θα χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης στη Ρωσία, για να «λογοδοτήσει» για τα «τρομερά εγκλήματά» της, όπως δήλωσε η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Σύμφωνα με την Κομισιόν, το «Διεθνές Κέντρο» φτιάχτηκε γιατί η Ρωσία δεν αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και «δεν μπορεί να δράσει για τα εγκλήματα της Ρωσίας», αν και, όπως διέρρευσε, ο εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου πρόκειται ζητήσει εντάλματα σύλληψης σε βάρος Ρώσων για τα «εγκλήματά» τους στην Ουκρανία.
Ο συνεχής εφοδιασμός του ουκρανικού στρατού από τη Δύση με περισσότερους και βαρύτερους εξοπλισμούς, που πλέον εκτός από την αποστολή σύγχρονων δυτικών τανκς και πυραυλικών συστημάτων τώρα πάνε να συμπεριλάβουν και την αποστολή σύγχρονων μαχητικών αεροπλάνων, για τη χρήση των οποίων ξεκίνησε η εκπαίδευση ουκρανών σε δυτικά κράτη, προεξοφλεί ότι ο πόλεμος με τη Ρωσία θα πάρει μεγαλύτερες και καταστροφικότερες διαστάσεις.
Η Δύση συνεχίζει να χρηματοδοτεί αφειδώς το καθεστώς Ζελένσκι για τη διεξαγωγή του πολέμου, με δημοσιευόμενα στοιχεία να αναφέρουν πως η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει εγκρίνει, μέχρι τώρα, 100 δισ. οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας για την Ουκρανία και να ακολουθεί η Γερμανία ως ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός χρηματοδότης με ένα πακέτο « βοήθειας» που ανέρχεται, μέχρι στιγμής, στα 15 δισ. δολάρια.
Ταυτόχρονα, η Δύση προπαρασκευάζεται για μια προοπτική διευρυνόμενης στρατιωτικής αντιπαράθεσης, όπως δείχνουν οι τεράστιες αυξήσεις των στρατιωτικών προϋπολογισμών τους: Οι ΗΠΑ έχουν εγκρίνει την αύξηση του κρατικού κονδυλίου των στρατιωτικών δαπανών τους για το 2023 κατά 10% ανεβάζοντας το σύνολό τους στο τεράστιο ποσό των 858 δισ. ευρώ. Η Γερμανία, που από πέρυσι αποφάσισε τη δημιουργία ειδικού ταμείου 100 δισ. ευρώ για τις στρατιωτικές ανάγκες της, προανάγγειλε το τελευταίο διάστημα δια των υπουργών Οικονομικών και Άμυνας ότι θα αυξήσει κι άλλο τις στρατιωτικές δαπάνες της. Μάλιστα, ο γερμανός υπουργός Άμυνας Μπ. Πιστόριους από τη Λιθουανία, όπου παρακολούθησε στρατιωτικές ασκήσεις, δήλωσε πως το Βερολίνο έχει δεσμευτεί «να ηγηθεί στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ». Στη Γαλλία ο Μακρόν έχει εξαγγείλει πως θα διαθέσει τα επόμενα χρόνια 400 δισ. Ευρώ (αύξηση κατά 30% από το 2024 ως το 2030) για στρατιωτικές δαπάνες. Η Βρετανία ανακοίνωσε, επίσης τις προηγούμενες μέρες, αύξηση των κρατικών στρατιωτικών δαπανών της κατά 5 δισ. λίρες.
ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ προσπαθούν να μεγαλώσουν την πίεσή τους προς τη Ρωσία και με την υποδαύλιση εντάσεων και σε άλλα σημεία που περικυκλώνουν τη Ρωσία.
Στη Γεωργία με αφορμή την απόπειρα της κυβέρνησης της να περάσει νομοσχέδιο περιορισμού των οργανώσεων που χρηματοδοτούνται κατά τουλάχιστον 20% από το εξωτερικό, το οποίο τιτλοφορήθηκε ως νομοσχέδιο περί «ξένων πρακτόρων», οργανώθηκαν από φιλοδυτικές δυνάμεις διαδηλώσεις, όπου κυμάτιζαν αμερικάνικες και ευρωπαϊκές σημαίες και έγιναν βίαια επεισόδια, ενώ εκδηλώθηκαν άμεσες παρεμβάσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ για την απόσυρσή του, πράγμα που και έγινε τελικά. Το νομοσχέδιο επικρίθηκε ως εμπόδιο για την συνεργασία της Γεωργίας με τις δυτικές χώρες και για την ενταξιακή πορεία της στην ΕΕ. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σ. Λαβρόφ δήλωσε πως η Μόσχα βλέπει τις διαδηλώσεις «ως πρόσχημα για να επιχειρηθεί απόπειρα αλλαγής καθεστώτος δια της βίας», παρόμοια με εκείνη που έγινε στην Ουκρανία το 2014, ενώ ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμ. Πεσκόφ τις απέδωσε στην Ουάσιγκτον λέγοντας πως είναι «πολύ ορατό το χέρι που επιδιώκει να προκαλέσει αντιρωσικό συναίσθημα». Στον αντίποδα, ο Λευκός Οίκος χαιρέτισε την απόσυρση του νομοσχεδίου και ο πρόεδρος της Γερμανίας Φρ. Σταϊνμάγερ έσπευσε να εκφράσει την στήριξή του στην «ευρωπαϊκή πορεία» της Γεωργίας, ενώ τα αμερικάνικα μέσα έγραψαν για άνοιγμα γεωπολιτικού μετώπου στο Νότιο Καύκασο.
Στη Λευκορωσία, ο πρόεδρός της Λουκασένκο κατάγγειλε ουκρανική δολιοφθορά μέσα στο έδαφος της χώρας του και κατηγόρησε το Κίεβο ότι «κατόπιν οδηγιών της Ουάσιγκτον» θέλει να εμπλέξει τη Λευκορωσία στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Στη Μολδαβία σημειώθηκαν φιλορωσικές διαδηλώσεις, με τις ΗΠΑ να μιλούν για ανάμιξη της Ρωσίας, τον υπουργό Άμυνας της Μολδαβίας να κατηγορεί τη Ρωσία για «υβριδικό πόλεμο» και την Μολδαβική αστυνομία να προχωρεί σε συλλήψεις ομάδας, την οποία χαρακτήρισε ως οργανωμένη και κατευθυνόμενη από τη Ρωσία, με στόχο την αποσταθεροποίηση της φιλοδυτικής κυβέρνησης της Μολδαβίας. Αντίστροφα, οι αρχές της Υπερδνειστερίας, του αποσχισθέντος από το 1990 τμήματος της Μολδαβίας, όπου σταθμεύουν ρώσικα στρατεύματα, κατηγόρησαν την Ουκρανία για επιθετική ενέργεια σε βάρος της και κάλεσαν τον ΟΗΕ να την ερευνήσει, με την Ουκρανία να απαντά ότι πρόκειται για προβοκάτσια της Ρωσίας.
Τα παραπάνω δείχνουν να ξετυλίγονται γύρω από τη Ρωσία σοβαρά επεισόδια που ενέχουν τον κίνδυνο, αν αυξηθεί η έντασή τους, να μετεξελιχθούν σε νέες εστίες ανάφλεξης και να διευρύνουν το μέτωπο συγκρούσεων της Δύσης με τη Ρωσία.
Παράλληλα, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ επιδιώκουν να αναχαιτίσουν το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής συνεργασίας της Κίνας με τη Ρωσία, εγείροντας το θέμα της αποστολής όπλων της πρώτης στη δεύτερη για να τα χρησιμοποιήσει στον πόλεμο με την Ουκρανία. Είναι ενδεικτική, από αυτήν την άποψη, και η πρόσφατη δήλωση της προέδρου της Κομισιόν ότι αν και «δεν έχει αποδείξεις μέχρι σήμερα» για κάτι τέτοιο, ωστόσο, η ΕΕ παρακολουθεί τη σχέση της Κίνας με τη Ρωσία «καθημερινά». Προφανώς, η σχέση και η συνεργασία της Ρωσίας με την Κίνα είναι μια πρώτης τάξεως ανησυχία του δυτικού μπλοκ, με δεδομένο, μάλιστα, ότι ο Πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ σχεδιάζει, στο προσεχές διάστημα, να επισκεφθεί στη Μόσχα για να συζητήσει με τον Πούτιν και στη συνέχεια να έχει βιντεοδιάσκεψη με το Ζελένσκι.
Η Ρωσία από τη πλευρά της λαμβάνει και αυτή τα αντίστοιχα μέτρα της. Έχει δυναμώσει τις επιθέσεις της στην Ανατολική Ουκρανία, χρησιμοποιώντας πιο ισχυρά όπλα, όπως την εκτόξευση υπερηχητικών πυραύλων, προωθώντας στην πρώτη γραμμή του μετώπου μισθοφορικά στρατεύματα και προχωρώντας και σε κατάρριψη αμερικάνικου μη επανδρωμένου αεροσκάφους στη Μαύρη Θάλασσα. Παράλληλα ενισχύει τα οχυρωματικά έργα της στις ουκρανικές περιοχές που έχει προσαρτήσει για να σταθεροποιήσει την κατάληψή τους, κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο για την αύξηση ορίων ηλικίας υποχρεωτικής στράτευσης από 18-27 ετών που είναι σήμερα σε 21-30 ετών και έδωσε εντολή διπλασιασμού παραγωγής των όπλων ακριβείας.
Είναι φανερό πως παίρνει μέτρα ενίσχυσης του έμψυχου στρατιωτικού δυναμικού της και του στρατιωτικού εξοπλισμού της, που μαρτυρούν μια πολεμική συνέχεια διάρκειας, μεγαλύτερης έντασης και έκτασης και, πιθανά, με περισσότερα μέτωπα.
Όπως άλλωστε δήλωσε ξανά ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμ. Πεσκόφ, «οι στόχοι της Ρωσίας μπορούν να επιτευχθούν μόνο με στρατιωτικά μέσα» και «οι διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία είναι αδύνατες, εκτός και αν το Κίεβο αποδεχθεί τις νέες πραγματικότητες και την τρέχουσα κατάσταση».
Τα γεγονότα δείχνουν ότι οι επιδιώξεις και η αντιπαράθεση ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ και Ρωσίας για τον έλεγχο της Ουκρανίας ρίχνουν αδιάκοπα στον πόλεμο καύσιμα που μεγεθύνουν τις φλόγες του και απειλούν με διεύρυνση των μετώπων του και εμπλοκή και άλλων χωρών σε αυτή την καταστροφική σύγκρουση. Οι τελευταίες αντιπολεμικές διαδηλώσεις στην Ιταλία, στη Γερμανία και στην Τσεχία απηχούν, ακριβώς, το μεγάλωμα των ανησυχιών του λαϊκού παράγοντα στην Ευρώπη για την κλιμάκωσή του και τις επικίνδυνες-καταστροφικές συνέπειες που συσσωρεύονται.