Τυχοδιωκτισμός, εκλογικές συγκολλήσεις και συνεργασίες χωρίς αρχές
Ετερόκλητες δυνάμεις
σε συνεργασίες με …ημερομηνία λήξης
Με πυρετώδεις ρυθμούς την τελευταία περίοδο, μια σειρά οργανώσεις της ευρύτερης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έχουν επιδοθεί σε έναν «μαραθώνιο» κοινών εκδηλώσεων, συζητήσεων, συσκέψεων και συζητήσεων μεταξύ τους για την παρέμβασή τους στις επερχόμενες εθνικές και δημοτικές εκλογές. Δεν είναι καθόλου τυχαία η ανακίνηση της συζήτησης αυτής -για πολλοστή φορά- λίγο πριν τις εκλογές. Από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, ολόκληρες οργανώσεις που αναφέρονται στην αριστερά καθορίζουν τη στάση, τις μετωπικές τους συνεργασίες, την τακτική τους, ακόμα και θέσεις τους σε σημαντικά ζητήματα, στη βάση των εκλογικών τους συνεργασιών και σκοπιμοτήτων. Θα αναφερθούμε παρακάτω και με συγκεκριμένα παραδείγματα στη στάση αυτή, σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε πως ο εκλογικός και κοινοβουλευτικός κρετινισμός των δυνάμεων αυτών, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους πολιτικές διαφορές και αντιπαραθέσεις, τις καθιστά αναμφίβολα δυνάμεις του ρεφορμισμού, αφού η πολιτική τους καθορίζεται όχι με βάση τις ανάγκες, το πολιτικό βάθος και την ευρύτερη προοπτική των μαζικών λαϊκών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων, αλλά με βάση την εκλογική τους παρέμβαση, το ξεπέρασμα του πολυπόθητου 3% και την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Τα ρεφορμιστικά μεταβατικά προγράμματα, βάση των συνεργασιών τους
Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 19/12 κοινή εκδήλωση των οργανώσεων και των μετωπικών σχηματισμών ΣΕΚ, ΛΑΕ (ΑΡΑΣ-Αριστερό Ρεύμα), ΑΡΑΝ, ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ (πρώην Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, νΚΑ, ΑΡΑΝ κ.ά.) και Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο (πρώην ΝΑΡ). Πρόκειται για οργανώσεις με ιδεολογικά και πολιτικά χάσματα ανάμεσά τους, με διαφορετικές θέσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία, για το αν η Ελλάδα είναι χώρα εξαρτημένη, ανεξάρτητη ή ιμπεριαλιστική(!) και μια σειρά ακόμη ζητήματα. Παρόλα αυτά, η εκλογική αγωνία και το άγχος της πολιτικής τους επιβίωσης -που συναρτάται επί της ουσίας από τέτοιου τύπου συμπράξεις- οδήγησε τις οργανώσεις αυτές στη συνδιοργάνωση εκδήλωσης στην Αθήνα, ενώ θα ακολουθήσουν αντίστοιχες εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα. Εκτός από την ενιαία εκλογική καταγραφή, συγκολλητική ουσία για τη συνεργασία των παραπάνω δυνάμεων αποτελεί το λεγόμενο «μεταβατικό πρόγραμμα», ένα συνονθύλευμα στην πραγματικότητα άμεσων και μακροπρόθεσμων στόχων πάλης, ρεφορμιστικών αιτημάτων και προτάσεων. Ανάμεσα στα άλλα, έχει σημασία να αναφέρουμε πως στο κείμενο αυτό δε γίνεται λόγος για «έξοδο από την ΕΕ», αλλά για «ρήξη και αποδέσμευση». Δεν πρόκειται, φυσικά, για μια αφελή αλλαγή λέξεων, αλλά για συνειδητή πολιτική επιλογή, ακριβώς επειδή αυτές οι δυνάμεις προσβλέπουν σε συνεργασία ακόμη και με το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη.
«Λαϊκοί αγώνες» και στο βάθος… Βαρουφάκης και ΣΥΡΙΖΑ
Η ΛΑΕ, ιδιαίτερα, παράλληλα με τις διεργασίες με τις οργανώσεις που προαναφέρθηκαν, βρίσκεται σε διαρκείς επαφές με το ΜέΡΑ25. Την προηγούμενη περίοδο διοργάνωσαν από κοινού εκδηλώσεις, ενώ σε πρόσφατο άρθρο τους στην κεντρική ιστοσελίδα της ΛΑΕ, τα στελέχη της Στάθης Κουβελάκης και Κώστας Λαπαβίτσας κάνουν λόγο για «μετεξέλιξη και ριζοσπαστικοποίηση» του κόμματος του πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ. Θυμίζουμε πως το ΜέΡΑ25 από το Σεπτέμβρη έχει προτείνει να γίνει προεκλογική προγραμματική συμφωνία, τόσο με το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, όσο και με το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, την οποία πρόταση, μετά την άρνηση των υπολοίπων να συμφωνήσουν, απηύθυνε εκ νέου στους οπαδούς και τα μέλη τους, για «να ασκήσουν πίεση στις ηγεσίες τους». Η κατά τ’ άλλα «κινηματική» ΛΑΕ, η κατά τ’ άλλα «πρωτοπόρα» στο φοιτητικό κίνημα ΑΡΑΣ, που κλίνουν σε όλες τις πτώσεις τους αγώνες και την αριστερά, προσβλέπουν σε εκλογική συνεργασία όχι μόνο με πρώην υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, αλλά με ένα κόμμα που στην παρούσα φάση ζητάει προγραμματική προεκλογική συμφωνία όχι απλά με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, αλλά ακόμη και με το ΠΑΣΟΚ!
Όταν ξεθωριάζουν οι «κόκκινες γραμμές»
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ένα βασικό κομμάτι των δυνάμεων που συγκροτούν σήμερα τη ΛΑΕ προέρχεται από το Συνασπισμό και το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ βασικά της στελέχη υπήρξαν υπουργοί και υφυπουργοί στην υποτιθέμενη κυβέρνηση της «πρώτης φοράς αριστεράς», όπως ο Στρατούλης, ο Λεουτσάκος, ο Ήσυχος κ.ά. Αποδεικνύεται περίτρανα για μία ακόμη φορά πως οι «κόκκινες» γραμμές ολόκληρων οργανώσεων και κομμάτων μπροστά στις εκλογές και τις ψήφους, όχι απλά ξεθωριάζουν, αλλά σχεδόν εξαφανίζονται. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει τη στάση του ΣΕΚ που, μέχρι πριν λίγο καιρό σε κάθε έντυπο και ανακοίνωσή του έγραφε για τη σημασία της προβολής του «αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης», και τώρα υπογράφει κείμενα και προγράμματα που δεν έχουν ούτε τα μισά από το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς τη στάση δυνάμεων που κατηγορούν το ΣΥΡΙΖΑ για το τρίτο μνημόνιο και για «εξευτελισμό της αριστεράς» και την ίδια στιγμή να επιζητούν συνεργασίες με κόμματα όπως το ΜέΡΑ25, που μπροστά στον κίνδυνο πολιτικής κρίσης και ακυβερνησίας, βγάζει από τη δύσκολη θέση το αστικό σύστημα, προτείνοντας συνεργασία «όλων των προοδευτικών δυνάμεων»;
Η πολιτική κρίση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Αν από τη μία παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα πολιτικής κατάπτωσης σε ένα κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ένα άλλο (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) βρίσκεται σε μια ανεπανόρθωτη πολιτική κρίση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, βαδίζοντας προς την 5η Συνδιάσκεψή της, αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της αντιπαραθέσεις και διαφωνίες μεγάλης έκτασης. Είχαν φυσικά προηγηθεί οι διαφορετικές εκλογικές καταγραφές σε μια σειρά δήμους στις εκλογές του 2019, η στήριξη του ΣΕΚ τη δεύτερη Κυριακή σε υποψήφιους του ΣΥΡΙΖΑ, τα ξεχωριστά κατεβάσματα στις διαδηλώσεις και μια σειρά ακόμη γεγονότα, που δεν μπορούν παρά να κάνουν κάθε αγωνιστή να αναρωτιέται τους λόγους για τους οποίους δυνάμεις με τόσο διαφορετικούς προσανατολισμούς και τακτικές, με δημόσιες διαφωνίες, παραμένουν στην ίδια μετωπική συνεργασία. Το Δεκέμβρη, η εφημερίδα του ΣΕΚ, «Εργατική Αλληλεγγύη», σε ανταπόκρισή της για τη συνεδρίαση του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πέρα από μια σειρά ζητήματα που πρόσαπτε στο ΝΑΡ, ενημέρωνε πως το «ΝΑΡ ζήτησε την αποπομπή της ΑΡΙΣ (ΑΡΙστερή Συσπείρωση -αποχώρησε από την ΑΡΑΣ το 2012-) από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς η τελευταία δεν εμφανίζεται επανειλημμένα στις συνεδριάσεις των οργάνων». Η ΑΡΙΣ, παρόλα αυτά, ενώ πλέον δεν εμφανίζεται στις οργανώσεις που συγκροτούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με κανένα δημόσιο κείμενό της δεν έχει τοποθετηθεί μέχρι σήμερα για την οργανωτική της σχέση με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Τα ίδια φαινόμενα καταγράφονται και στο εσωτερικό των φοιτητικών σχημάτων των οργανώσεων αυτών στα πλαίσια των ΕΑΑΚ. Διαρκείς διαφωνίες, ξεχωριστά εκλογικά κατεβάσματα των σχημάτων τους, εκατέρωθεν κατηγορίες, προπηλακισμοί, ακόμη και ξυλοδαρμοί, αλλά παρόλα αυτά, συνεχίζουν να βρίσκονται κάτω από την ίδια πολιτική ομπρέλα. Φαίνεται, λοιπόν, περίτρανα, πως παρά τις μεγαλοστομίες, την ψευτοεπαναστατική λογοκοπία και τις αντικαπιταλιστικές φλυαρίες, η πραγματική βάση συνεργασίας των παραπάνω οργανώσεων, είτε στο πλαίσιο των υπαρχόντων μετωπικών σχηματισμών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, είτε σε νέους που ενδεχομένως θα προκύψουν πριν τις εκλογές, δεν είναι η συμφωνία στη βάση αρχών, όπως πάντα πρόβαλλε η αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα, αλλά οι εκλογικές συγκολλήσεις χωρίς πλαίσια και δεσμεύσεις, αφού τα αποτελέσματα των εκλογών και όχι οι λαϊκοί αγώνες, είναι που θα κρίνουν, λιγότερο ή περισσότερο την πολιτική τους επιβίωση.
Τι αριστερά έχει ανάγκη η εργατική τάξη και ο λαός
Είναι φανερό πως ο λαός και το κίνημα έχουν ανάγκη από μία άλλη αριστερά. Μία πραγματική κομμουνιστική αριστερά, που δε θα σπέρνει εκλογικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες, αλλά θα καλεί σε διαρκή ενίσχυση των λαϊκών αντιιμπεριαλιστικών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων. Που δε θα εξαρτά την ύπαρξη και τη δράση της από ευκαιριακές και τυχοδιωκτικές συνεργασίες για μερικές ψήφους παραπάνω, αλλά θα μάχεται σταθερά και αταλάντευτα για την πραγματική ενότητα και ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και την ανασύσταση του κόμματος της εργατικής τάξης σε μια βάση επαναστατική, που θα εμπνέεται από τις ηρωικές επαναστατικές παραδόσεις του παλιού ΚΚΕ, από τους σημερινούς αγώνες των λαών σε όλο τον πλανήτη, που θα απαντάει ουσιαστικά στα προβλήματα των εργαζόμενων και του λαού και θα δίνει όραμα και προοπτική στους αγώνες τους, που θα απορρίπτει σε κάθε του μορφή τον οπορτουνισμό και τον ρεβιζιονισμό. Από την άποψη αυτή, η αντιπαράθεση και η κριτική στις δυνάμεις αυτές δεν αποτελεί απλώς αναγκαιότητα, αλλά και όρο για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας και σε όλο τον κόσμο.