Δεκαοκτώ εναέτια αγάλματα, δεκαπέντε μετόπες, καθώς και περίπου πενήντα λίθοι της ζωφόρου που συνολικά καλύπτουν μήκος 75 σχεδόν μέτρων, αυτή ήταν η λεία του Σκώτου Thomas Bruce, έβδομου κόμη του Elgin, μόνο από τον Παρθενώνα. Εκτός από τα γλυπτά αυτά (τα λεγόμενα και «μάρμαρα του Παρθενώνα») ο περιβόητος Λόρδος Έλγιν «αφαίρεσε» αρχαιότητες από το Ερέχθειο, από το μνημείο του Θρασύλλου, από τη μονή Δαφνίου, αλλά και απ’ τη Δήλο. Ωστόσο, ας μείνουμε στα κλοπιμαία που αναφέραμε στην αρχή.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες δεν χάνουν ευκαιρία να πιστοποιήσουν ότι είμαστε υποτελείς ακόμη και σε ζητήματα Πολιτισμού, με αδέξιους έως παντελώς λαθεμένους χειρισμούς, έχουν επιχειρήσει τα τελευταία χρόνια να επιτύχουν την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, στο οποίο και εκτίθενται από το 1817. Η συζήτηση για την επιστροφή των αρχαιοτήτων αυτών αναζωπυρώθηκε το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τις δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Πολιτισμού στη βρετανική έκδοση των Times: υπό τον τίτλο «Η Ελλάδα επιδιώκει να θέσει τέλος στο αδιέξοδο για τα Ελγίνεια Μάρμαρα με μακροχρόνιο δανεισμό» οι Βρετανοί υποστηρίζουν ότι ο Π. Γερουλάνος συζητά με το Βρετανικό Μουσείο το ενδεχόμενο «να μας δανείσουν» (!) τις αρχαιότητές μας, με αντάλλαγμα την αποστολή άλλων αρχαίων αντικειμένων από ελληνικά Μουσεία, προκειμένου να κοσμήσουν περιοδικές Εκθέσεις του Βρετανικού Μουσείου.
Η σύντομη ιστορική ανασκόπηση που ακολουθεί εξηγεί γιατί τα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν θα επιστρέψουν ποτέ στην Ελλάδα όσο ασκούνται τέτοιου είδους πολιτικές από τις εναλλασσόμενες ξενόδουλες κυβερνήσεις μας.
Οι διαπραγματεύσεις του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού με το Βρετανικό Μουσείο από την πρώτη στιγμή τέθηκαν σε λάθος βάση, μειονεκτική για τα ελληνικά πράγματα: Αν τυχόν τα γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέφονταν στην Ελλάδα, θα ήταν τα πρώτα και τα τελευταία. Η ελληνική πλευρά δεν θα μπορούσε να εγείρει στο μέλλον αξιώσεις για κανένα άλλο εύρημα ή αρχαιότητα που τώρα βρίσκεται υπό Βρετανική ιδιοκτησία ή κατοχή.
Στο κίνημα για την επιστροφή των γλυπτών που είχε οργανωθεί λίγο πριν τους Ολυμπιακούς του 2004 στην Αθήνα, σκέφτηκε να συνεισφέρει και ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Ευ. Βενιζέλος, ο οποίος είχε συλλάβει την φαεινή λύση-πρόταση «…είτε του μακροχρόνιου δανεισμού, είτε της δημιουργίας ενός παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου (στην Αθήνα)…» (!) για να μπορέσουν επιτέλους να εκτεθούν τα γλυπτά του Παρθενώνα το 2004 στο κλεινόν άστυ.
Ας σημειωθεί ότι ο ίδιος πολιτικός ποτέ δεν ανακάλεσε την πρότασή του, ενώ επανήλθε μάλιστα λίγα χρόνια αργότερα με πρόταση που μοιάζει με εκείνη του Γερουλάνου. Συγκεκριμένα, ο Βενιζέλος είχε δηλώσει: «Δεν μας ενδιαφέρει μία νομικού χαρακτήρα συζήτηση ή αντιδικία. Θέλουμε τα Μάρμαρα να ενωθούν οριστικά στο φυσικό τους τόπο, κάτω από τον Βράχο της Ακρόπολης. Και ας θεωρηθεί ότι μέσα στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης λειτουργεί ένα ιδεατό παράρτημα του Βρετανικού Μουσείου. Είμαστε πρόθυμοι για μια διαρκή συνεργασία με αυτό ώστε στις σημερινές αίθουσες των Μαρμάρων να λειτουργούν διαδοχικές περιοδικές εκθέσεις σημαντικών ελληνικών αρχαιοτήτων που θα δανείζει η Ελλάδα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σημερινό στήσιμο του Νέου Μουσείου Ακρόπολης, με την παράθεση των γνήσιων αρχαιοτήτων δίπλα στα αντίγραφα, δεν ήταν πάντοτε η πρώτη επιλογή των υπουργών Πολιτισμού. Ο αλησμόνητος Βουλγαράκης είχε σκεφτεί να κεντρίσει τον εγωισμό των Βρετανών, και για τα γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο δήλωνε: «θα μείνουν κενές οι θέσεις τους στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης, αναμένοντας την επιστροφή τους». Δυστυχώς η μπλόφα δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
-Έτσι, τελικά, ο Σαμαράς δεν άφησε κενές τις προθήκες, αλλά έβαλε τα αντίγραφα. Η μαύρη αλήθεια είναι ότι τόσο στην περίπτωση της «διεκδίκησης» Βουλγαράκη, όσο και επί των ημερών του Σαμαρά, ποτέ δεν υπήρξε σαφές «ποιος» ακριβώς θα μάς έφερνε πίσω τα μάρμαρα του Παρθενώνα.
Η επίσημη έναρξη λειτουργίας του Νέου Μουσείου Ακρόπολης (που είχε τη συμβολή του στην ανάδειξη του Σαμαρά στην ηγεσία της ΝΔ) υπήρξε κι αυτή θέατρο επιχειρήσεων (καλύτερα: «θέατρο σκιών») και επιχειρημάτων για την επιστροφή των γλυπτών. Δυστυχώς, κατά τα εγκαίνια του Μουσείου, ούτε οι επίσημοι ομιλητές (Παπούλιας, Καραμανλής, Σαμαράς, Ματσούρα και Μπαρόζο), ούτε ο πρόεδρος του Μουσείου που ξενάγησε σ’ αυτό (Παντερμαλής) ούτε οι τηλεοπτικοί παρουσιαστές και σχολιαστές (Κωστάλας, Μυτιληναίου, Χούκλη, Γαβρά) τόλμησαν ανοιχτά να ζητήσουν πίσω τα κλεμμένα από το Βρετανικό Μουσείο (το λίκνο τής αποικιοκρατίας κερδίζει 5 εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως για εκθέματα ελληνικά, περσικά, ασσυριακά, βαβυλωνιακά, αιγυπτιακά, και σε καμία περίπτωση βρετανικά). Το γεγονός ότι κανένας από τους προαναφερθέντες ομιλητές και σχολιαστές δεν αξιώθηκε να διεκδικήσει τα νόμιμα, ενδύθηκε πολύ όμορφα με φιλοσοφικό υπόβαθρο· την επίσημη διατύπωση έκανε ο Αλ. Κωστάλας: «Η σιωπηλή καταγγελία είναι πολύ πιο ισχυρή, μερικές φορές». Ορθόν, αλλά μάλλον δεν επρόκειτο για κάποια από τις φορές αυτές.
Ο Παντερμαλής στην ξενάγησή του, μολονότι ήταν υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να περιγράφει μια τα πρωτότυπα και μια τα αντίγραφα, περιορίστηκε να εναποθέσει το ζήτημα «στην κρίση της διεθνούς κοινότητας».
Μα και στα συγκινητικά λόγια τού Σαμαρά, έψαχνε κανείς να βρει το υποκείμενο της πρότασης: «ποιος» τέλος πάντων είναι αυτός που θα φέρει πίσω τα μάρμαρα; Πίσω από φιλολογικές ντρίπλες τού τύπου «τα μάρμαρα καλούν τα μάρμαρα», ο Σαμαράς τελικά αποποιήθηκε της πολιτικής ευθύνης του, την οποία διακριτικά μετατόπισε σε …πέτρες. Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία της παγκόσμιας διπλωματίας που ένας ολόκληρος εθνικός στόχος, η επιστροφή των μαρμάρων τού Παρθενώνα στην περίπτωσή μας, έχει ανατεθεί σε …ανόργανη ύλη.
Γύρω στο 1800, ο Λόρδος Έλγιν κατόρθωνε να εξασφαλίσει ένα φιρμάνι, ένα σουλτανικό έγγραφο, στο οποίο με μεγάλη ασάφεια του δινόταν η άδεια να εργαστεί στην αθηναϊκή Ακρόπολη, να κάνει ανασκαφές, αντίγραφα, εκμαγεία των γλυπτών κ.λπ. Βέβαια, δεν περιορίστηκε ακριβώς στα εκμαγεία. Δύο αιώνες μετά, η ελληνική πλευρά, σε βάρος της οποίας έχει γίνει η κλοπή, διαπραγματεύεται με το Βρετανικό Μουσείο, τον κλέφτη ή έστω, τον κλεπταποδόχο, τον δανεισμό-επιστροφή για περιορισμένο χρονικό διάστημα των κλοπιμαίων.