Όριο δεν έχουν τα μέσα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση, προκειμένου να φιμώσει τους εργαζόμενους που αντιστέκονται στην αντεργατική πολιτική της και να επιβάλει σιγή νεκροταφείου. Όσες κινητοποιήσεις εξαγγέλλονται, σπεύδει να τις παραπέμψει κατ’ευθείαν στα δικαστήρια για να τις βγάλει παράνομες ή και καταχρηστικές, με όχημα τον αντιδραστικό νόμο Χατζηδάκη και να τις απαγορεύσει. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, λειτουργεί με τέτοιο ζήλο, που η καταγγελία στα δικαστήρια έρχεται σχεδόν ταυτόχρονα ή και προηγείται της ανακοίνωσης της κινητοποίησης! Η δικαστική απόφαση βέβαια, πάντα σχεδόν, βγαίνει υπέρ της προσφυγής, γεγονός που επιβεβαιώνει συνεχώς και τον αντεργατικό ρόλο και το μέγεθος κυβερνητικής εξάρτησης της “ανεξάρτητης” αστικής δικαιοσύνης. Ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούνται και όλα τα μέσα εκφοβισμού και τρομοκράτησης των εργαζομένων –απεργών και συνδικαλιστών.
Όσες κινητοποιήσεις πραγματοποιούνται συνοδεύονται είτε από αποφάσεις της «τυφλής δικαιοσύνης» που τις κρίνει παράνομες ή και καταχρηστικές, είτε από διώξεις συνδικαλιστών.
Οι εργαζόμενοι στον ΕΟΔΥ, οι οποίοι συνεχώς μειώνονται και από 700 εργαζόμενοι στις προσφυγικές δομές αριθμούν σήμερα λιγότερους από 300, με απεργία στις 19-21 Σεπτεμβρίου διεκδίκησαν τα δεδουλευμένα τους, τις ανανεώσεις των συμβάσεών τους, την αναβάθμιση της δημόσιας υγείας, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για εμπαιγμό απέναντί τους τόσο σε σχέση με τις απλήρωτες ώρες εργασίας τους, όσο και με το νέο πολυνομοσχέδιο και όσα τους επιφυλάσσει. Από την πλευρά του οργανισμού (ΕΟΔΥ), κατατέθηκε αγωγή στα δικαστήρια ζητώντας η απεργία να κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2020 η Ομοσπονδία Νοσοκομειακών Γιατρών (ΟΕΝΓΕ) πραγματοποίησε κινητοποίηση μπροστά στο υπ. Υγείας, με κύριο αίτημα τη λήψη μέτρων προστασίας της ζωής του λαού.
Για αυτή την κινητοποίηση η πρόεδρος της ΟΕΝΓΕ έχει λάβει κλήση ως κατηγορούμενη σε δίκη για παραβίαση του νόμου για τον περιορισμό των διαδηλώσεων και παραπέμπεται σε δίκη στις 28.11.2022. Συγκεκριμένα, κατηγορείται ότι αρνήθηκε «να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις» των αστυνομικών «όταν της υπεβλήθη σύσταση να μην καταλάβουν οι διαδηλωτές το οδόστρωμα». Πρόκειται για την πρώτη δίκη με βάση τον αντιδραστικό και αυταρχικό νόμο της κυβέρνηση της ΝΔ, για τον περιορισμό των διαδηλώσεων.
Τη Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας (ΔΟΕ), έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων. Η συγκέντρωση αποφασίστηκε, καθώς η υπ. Παιδείας είχε καταθέσει κατεπείγουσα αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας, ζητώντας να κριθεί παράνομη η κηρυχθείσα από τη ΔΟΕ απεργία – αποχή από κάθε καθήκον που σχετίζεται με τους νέους θεσμούς του Ενδοσχολικού Συντονιστή και του Παιδαγωγικού Συμβούλου – Μέντορα. Η απόφαση που βγήκε, όπως ήταν αναμενόμενο, την έκρινε παράνομη, επρόκειτο μάλιστα να εκδικαστεί την ίδια μέρα που κατατέθηκε η Αγωγή (Παρασκευή 23/9) – με το εξώδικο να φτάνει στα γραφεία της ΔΟΕ στις 11.30 π.μ. και τη δίκη να ξεκινάει στη 1 μ.μ. – ωστόσο, πήρε αναβολή για τη Δευτέρα 26 Σεπτέμβρη.
Στις 21 Σεπτεμβρίου, οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες απήργησαν ενάντια στην άθλια κατάσταση των συγκοινωνιών, ενάντια στην ακόμα μεγαλύτερη εμπλοκή των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενάντια στην εισαγωγή ελαστικών μορφών απασχόλησης, όπως οι προσλήψεις με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και η «ενοικίαση» εργαζομένων. Η κυβέρνηση, κατά την προσφιλή της μέθοδο, συκοφάντησε, για άλλη μια φορά, απεργούς-εργαζόμενους, αποσιωπώντας απαντήσεις στα πραγματικά αιτήματα και λέγοντας για την συγκεκριμένη απεργία ότι «δεν έχουν …κανέναν λόγο να απεργήσουν, καθώς πριν λίγο καιρό υπογράφτηκαν ΣΣΕ». Μάλιστα ο αρμόδιος υπουργός δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά επιχειρώντας να τρομοκρατήσει τους εργαζόμενους, δήλωσε πως θα «επιβληθούν κυρώσεις» στους απεργούς. Και για την απαγόρευση αυτής της απεργίας έγινε προσφυγή στα δικαστήρια που την έκριναν αμέσως παράνομη.
Με αφορμή αυτή την τελευταία κινητοποίηση η κυβέρνηση έσπευσε να εξαγγείλει και νέα μέτρα που στρέφονται ενάντια στο δικαίωμα της απεργίας. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε ότι θα υπάρξει παρέμβαση στον χρόνο εκδίκασης των προσφυγών ενάντια στις απεργίες. Όπως δήλωσε απαντώντας σε ερώτηση που μάλιστα εγκαλούσε για «καταπάτηση του νόμου», εννοώντας τον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη, δήλωσε: «Η Δικαιοσύνη πρέπει να δει πώς θα εφαρμόσει τον νόμο και τι θα γίνει. Υπάρχουν και δομικά ζητήματα […] Είμαστε στην κατεύθυνση να δούμε τι από αυτά που έχουν ψηφιστεί δεν δουλεύουν σωστά. Και με ποιου την ευθύνη δεν δουλεύουν σωστά. […] Θεωρώ ότι πρέπει να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές στον χρόνο αντίδρασης […] 12 η ώρα θα δικάσει…»
Η κυβέρνηση θέλει να προχωρήσει ένα βήμα ακόμη παραπέρα στην καταστολή των δημοκρατικών – συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, καθώς, όπως φαίνεται ο νόμος Χατζηδάκη και ο νόμος που ψήφισε για τον περιορισμό και την απαγόρευση των κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων, δεν της αρκούν να επιβάλει το κλίμα απόλυτης αφωνίας και υποταγής που επιθυμεί.