Είναι γνωστά τα προβλήματα που φέρνουν σε απόγνωση την αγροτιά και κυρίως το οξυμένο πρόβλημα της ακρίβειας που αφανίζει την παραγωγή της. Υψηλές τιμές καυσίμων, ηλεκτρικού ρεύματος, αγροτικών εφοδίων σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές τιμές που αναγκάζονται να παραδώσουν τη σοδειά τους στους εμποροβιομήχανους με «ανοιχτές» τις τιμές και που την οδηγούν αβίαστα στο έλεος των «τζαμπάδων». Αλλά και πέρα από το ζήτημα των τιμών, λόγω των αλλεπάλληλων καταστροφών από πυρκαγιές, πλημμύρες, θεομηνίες κλπ, προκύπτει και η ανάγκη αλλαγής του χειραγωγούμενου από τις εκάστοτε κυβερνήσεις κανονισμού του ΕΛΓΑ, ώστε να μπορούν να αποζημιώνονται στο 100% για τις ζημιές στην παραγωγή τους και όχι μήνες μετά και με ποσοστά του 30%-40% της καθολικής ζημιάς.
Στα συλλαλητήρια της ΔΕΘ, η αγροτιά συμπαρατάχθηκε με τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα με στόχο την ανάδειξη των συσσωρευμένων προβλημάτων που προκύπτουν από τη βάρβαρη πολιτική της σημερινής κυβέρνησης Μητσοτάκη, απαιτώντας άμεσες λύσεις. Παράλληλα, ανάδειξε την εκβιαστική συμπεριφορά των εμποροβιομηχάνων, την χρόνια καταστροφική πολιτικής της ΕΕ και απαίτησε κατώτατες εγγυημένες τιμές στα αγροτικά προϊόντα που θα καλύπτουν το κόστος παραγωγής και θα αφήνουν ένα βιώσιμο εισόδημα, τη λήψη άμεσων μέτρων μείωσης του κόστους παραγωγής (αφορολόγητο πετρέλαιο, τη μείωση της τιμής του ρεύματος, την κατάργηση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και του προστίμου ρύπων, την επιδότηση για την αγορά μέσων και εφοδίων, την κατάργηση του ΦΠΑ κ.ά.), την άμεση καταβολή από τον ΕΛΓΑ του 100% των ζημιών, την κατάργηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και της εξάρτησης της χώρας από τα πολυεθνικά μεγαθήρια.
Εκτός από την εκβιαστική συμπεριφορά των εμπόρων και την επιλεκτική αγορά των προϊόντων, φέτος υπήρξαν σημαντικές ζημιές από θεομηνίες (κυρίως πυρκαγιές, βροχοπτώσεις και χαλαζοπτώσεις) στις μεγάλες καλλιέργειες. Σε πολλές περιπτώσεις δενδρωδών καλλιεργειών χάθηκε το 80% της παραγωγής ή σε άλλες περιπτώσεις δεν μαζεύτηκε καθόλου! Ακόμα περιμένουν την αποζημίωση από τον ΕΛΓΑ, παρ’ όλο που πληρώνουν κανονικά τις μηνιαίες εισφορές τους. Να σημειώσουμε πως τα χρήματα της δήθεν «επιστροφής πετρελαίου» (70 εκατ. για 300.000 αγρότες που δικαιούνταν) δόθηκαν με όρους και προϋποθέσεις τέτοιες που μόνο το 20-25% τα εισέπραξε! Στο αγροτικό ηλεκτρικό ρεύμα η τιμή της κιλοβατώρας αυξήθηκε από τα 7 λεπτά έως και τα 21 λεπτά! Στην περίπτωση αυτή, απαίτηση της αγροτιάς είναι η κατάργηση της επιδότησης κοροϊδίας και η άμεση μείωση στα 7 λεπτά/ KWh, μαζί με την κατάργηση των Χρηματιστηρίων Ενέργειας και Ρύπων που εκτοξεύουν τις τιμές κατά το δοκούν.
Αντίστοιχα αυξήθηκε η τιμή του πετρελαίου, με τους αγρότες να καταγγέλλουν ότι το πετρέλαιο που απαιτείται για την εκτέλεση καλλιεργητικών εργασιών μίας χρονιάς είναι περίπου 70 λίτρα/στρέμμα, με το κόστος του να ξεπερνά σήμερα τα 130 €/στρ., όταν πριν δύο χρόνια πλήρωναν περίπου 80 €/στρ.
Συνολικά, με τις παραπάνω αυξήσεις αλλά και αυτές που σημειώθηκαν στα αγροτοεφόδια, στα λιπάσματα και την άρδευση, στα μηχανήματα και τα εργαλεία, ένας παραγωγός όχι μόνο δεν βγάζει μεροκάματο, αλλά μπαίνει και «μέσα», αφού τις περισσότερες φορές έχει να αντιμετωπίσει και τους εκβιασμούς των μεγαλεμπόρων, που αγοράζουν σε τιμές κάτω του κόστους. Ταυτόχρονα, ο αγρότης πρέπει να πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές ΕΦΚΑ, χαράτσι ΕΝΦΙΑ και γενικά όλα τα έξοδα διαβίωσης της οικογένειάς του. Οι τιμές που δίνουν οι εμποροβιομήχανοι στα προϊόντα υπολείπονται κατά πολύ του κόστους παραγωγής, ενώ τα συσκευαστήρια και οι αποθήκες εκβιαστικά καθυστερούν τις παραλαβές με αποτέλεσμα τα προϊόντα να μένουν στα χωράφια και να σαπίζουν.
Οι τιμές πχ στα μήλα καθηλώθηκαν στα 0,28-0,30 €/κιλό, στα αχλάδια 0,40 €/κιλό, στα συμπύρηνα ροδάκινα γύρω στα 0,26-0,27 €/κιλό, τιμές στον παραγωγό, την ώρα που το κόστος παραγωγής ξεπερνά τα 0,40 €/κιλό. Άλλες χρονιές οι τιμές στα μήλα ήταν από 0,42-0,45 €/κιλό και έφταναν τα 0,55-0,60 €/κιλό, με τα χωράφια τέτοια εποχή «κλεισμένα». Να σημειώσουμε πως σήμερα στον καταναλωτή της Αθήνας, φθάνουν επιτραπέζια σταφύλια, ροδάκινα, νεκταρίνια, δαμάσκηνα, μήλα, αχλάδια, με τιμές από 1,50 έως και 2,50 €/κιλό, ενώ παράλληλα η αγορά πλημμυρίζει με ομοειδή εισαγόμενα. Το κόστος αποθήκευσης στα ιδιωτικά ψυγεία έχει τριπλασιαστεί. Πχ από 8 € η κλούβα μήλων πήγε στα 25 €. Το ίδιο συμβαίνει και στα ξινά, τα κηπευτικά, αλλά και στο σύνολο των γεωργικών προϊόντων.
Το πρόβλημα της διάθεσης των προϊόντων είναι οξυμένο ήδη από το 2014, οπότε και επιβλήθηκε το ρωσικό εμπάργκο ως απάντηση στις τότε κυρώσεις της ΕΕ, με τη διαχρονική συμφωνία όλων των ελληνικών κυβερνήσεων. Από εκείνη τη χρονιά και με δεδομένο ότι η ρωσική αγορά απορροφούσε μεγάλες ποσότητες οπωροκηπευτικών, χιλιάδες παραγωγοί είδαν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται και το προϊόν τους να μένει αδιάθετο ή να πουλιέται σε εξευτελιστικές τιμές στους μεγαλέμπορους. Σήμερα, εξαιτίας του εμπάργκο αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία, έχουν κλείσει αγορές όπως της Ρωσίας, της Λευκορωσίας, αλλά και της Αιγύπτου. Έτσι, επιτραπέζια σταφύλια, ροδάκινα, νεκταρίνια, δαμάσκηνα, μήλα δεν μπορούν να διοχετευθούν. Όλ’ αυτά τα προϊόντα έμποροι και μεταποιητές τα παίρνουν με «ανοιχτές» τιμές, χωρίς ο παραγωγός να γνωρίζει ούτε την τιμή, ούτε το πότε θα πληρωθεί.
Για την χώρα μας οι επιπτώσεις της εφαρμογής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ ήταν ιδιαίτερα οδυνηρές, δεδομένης της εξάρτησης από τα ευρωπαϊκά μονοπώλια φυτοφαρμάκων και κτηνιατρικών σκευασμάτων, μηχανημάτων και εργαλείων, λιπασμάτων, ζωοτροφών, σπόρων κλπ γεωργικών και κτηνοτροφικών εφοδίων. Παράλληλα, ο πόλεμος στην Ουκρανία έδωσε πρώτης τάξεως ευκαιρία στα μονοπώλια για υπέρογκες αυξήσεις σε πετρέλαιο και ηλεκτρική ενέργεια, οι οποίες εκτόξευσαν το κόστος παραγωγής του αγροτικού προϊόντος, ενώ οι τιμές καταναλωτή στα ράφια των σούπερ μάρκετ τετραπλασιάστηκαν. Μονάχα στη διετία Σεπτεμβρίου 2020 – Σεπτεμβρίου 2022 το κόστος παραγωγής αυξήθηκε πάνω από 40% την ίδια στιγμή που οι τιμές των αγροτικών προϊόντων μόνο κατά 15%!
Σημειώνουμε πως το μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού που ασχολείται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία συνεχώς ξεκληρίζεται, εξαιτίας της απαξίωσης της αγροτικής παραγωγής. Και για να «χρυσωθεί» το χάπι για τη φτωχομεσαία αγροτιά, έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες στην κατεύθυνση του δήθεν «επιχειρηματία αγρότη» στον οποίο προσβλέπει η ΕΕ. Αυτό το μοντέλο του «λίγο απ’ όλα» πολυαπασχολούμενου αγρότη, με τις συμπληρωματικές δραστηριότητες στον αγροτουρισμό, στο περιβάλλον, στη μεταποιητική βιομηχανία, στη βιοτεχνία, στις υπηρεσίες κλπ, έχει καθορίσει σαν πρότυπο η Κομισιόν, η οποία προφανώς δεν παίρνει υπόψη της ούτε την έλλειψη μεταποιητικής βιομηχανίας, ούτε την ανεξέλεγκτη ρυπογόνα δράση των υπαρχόντων, ούτε το τεράστιο κόστος παραγωγής του αγροτικού προϊόντος, ούτε την παλινδρόμηση του τουριστικού ρεύματος, ούτε την παντελή έλλειψη υποδομών, ούτε το δραστικό περιορισμό των χορτολιβαδικών εκτάσεων (λόγω ανεμογεννητριών), ούτε τον μικρό κλήρο των Ελλήνων αγροτών. Εξάλλου, οι επιπτώσεις της εφαρμογής της ΚΑΠ ήταν ιδιαίτερα οδυνηρές, αφού αποτέλεσε την ταφόπλακα σε μία σειρά παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως το λάδι, ο καπνός, η σταφίδα, το βαμβάκι, τα ζαχαρότευτλα, τα δημητριακά κλπ. Μέσα στα χρόνια, όλ’ αυτά ξεπεράστηκαν και σήμερα έχουμε ένα απατηλό μωσαϊκό αγρότες-τουριστικούς πράκτορες, αγρότες-φωτοβολταϊκών, αγρότες-ιδιοκτήτες «Ψαρού» Μυκόνου, αγρότες-καφετζήδες, αγρότες-βουλευτές, μέχρι και αγρότες-πρωθυπουργούς! Η πραγματική φτωχομεσαία αγροτιά, που εξακολουθεί να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της αγροτικής οικονομίας, βρίσκεται στα αζήτητα, την ίδια στιγμή που η χώρα ετοιμάζεται να δεχθεί επισιτιστική κρίση!
Παράλληλα, η αγροτική παραγωγή είναι άμεσα συνδεδεμένη (και μάλιστα επιτείνεται καθορίζοντας και το τι θα παραχθεί) τόσο με τη βιομηχανική παραγωγή, όσο και με τις τράπεζες. Κατά πάγια πρακτική, ο αγρότης πρώτα δανείζεται κεφάλαιο για να καλλιεργήσει τη γη του και με τη συγκομιδή ξεπληρώνει τα χρέη του. Κατά συνέπεια, αντί να υπάρχει σχέση-συνάρτησης με το βιομηχανικό (γεωργικά εφόδια κλπ) και τραπεζικό (χρήμα, διευκολύνσεις κλπ) κεφάλαιο, υπάρχει σχέση-εξάρτησης, με την αγροτική γη να έχει υποθηκευτεί εξ ολοκλήρου στο τραπεζικό και βιομηχανικό κεφάλαιο.
Σαν συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι η αγροτική παραγωγή συρρικνώνεται χρόνο με το χρόνο, με αποτέλεσμα η συμμετοχή του αγροτικού προϊόντος στο ΑΕΠ της χώρας να μειωθεί από 5,75% το 2000, στο 3,7% το 2006 και στο 3% το 2017. Παράλληλα, το έλλειμμα του Αγροτικού Εμπορικού Ισοζυγίου από 1,029 δισ. € το 2000, να εκτοξευθεί στα 2,998 δισ. € το 2007, ενώ σήμερα λόγω της μείωσης των εισαγωγών, έχει κάπως εξισορροπηθεί.
Μπροστά στον επερχόμενο αφανισμό που προωθεί η αντιδραστική αγροτική πολιτική της ΕΕ και αποδέχεται και συνυπογράφει η κυβέρνηση της Δεξιάς, η ελληνική αγροτιά δεν μπορεί να παραδέρνει μέσα στα θολά μέτωπα που συγκροτούν οι ευρωλάγνοι θιασώτες της μνημονιακής και υποτελούς πολιτικής, της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και του ΜέΡΑ25 μαζί με τους αμετανόητους αριστερούς θαυμαστές της συνδιανομής και της συνδιαχείρισης. Είναι καιρός η στερεή, ανυπόταχτη βάση να δώσει το βροντερό παρόν μέσα από τους αγροτικούς συλλόγους, μέσα από τους συνεταιρισμούς και τα κοινωνικά μέτωπα πάλης και να αναδείξει τους φυσικούς ηγέτες της έξω και πέρα από τους εγκάθετους αγροτοπατέρες, τις μικροκομματικές μεθοδεύσεις και αδιαφανείς συναλλαγές.