Εκλογές ή κινηματικές διαδικασίες;
Μετά από δύο και πλέον χρόνια λειτουργικής απραξίας, τα συνδικάτα βρίσκονται πάλι σε ανασυγκρότηση. Σε μεγάλες ομοσπονδίες του δημοσίου γίνονται εκλογές για την ανάδειξη νέων συμβουλίων, όπως στους εκπαιδευτικούς, στους ΟΤΑ κλπ. Οι διαδικασίες αυτές γίνονται μέσα σε ένα περιβάλλον αρκετά σύνθετο και με σημαντικές δυσκολίες εξαιτίας του αντισυνδικαλιστικού νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ, γνωστού σαν νόμου Χατζηδάκη, αλλά και της κυριαρχίας ενός πνεύματος ιδιώτευσης και των ατομικών λύσεων.
Ένα πρώτο σημαντικό στοιχείο που μπορεί κάποιος να διαπιστώσει απ’ τα μέχρι τώρα αποτελέσματα, είναι η σημαντική μείωση της συμμετοχής των εργαζομένων στις διαδικασίες αυτές. Η αύξηση της αποχής, σε συνάρτηση με το γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα, αποτελεί ένα ηχηρό μήνυμα προδιαγραφόμενης κρίσης που οφείλουν οι ταξικές δυνάμεις του σ.κ. να μελετήσουν με σοβαρότητα και να αντιμετωπιστεί με στόχο να αντιστραφεί το αρνητικό αυτό κλίμα.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορεί κανείς να πάρει υπ’ όψιν για να εντοπίσει τις αιτίες μιας αρχόμενης κρίσης του κινήματος. Να τονίσουμε κατ’ αρχάς ότι δεν είναι πρωτοφανέρωτα τέτοια φαινόμενα και γι’ αυτό υπάρχει η εμπειρία για την αντιμετώπισή τους. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές απ’ αυτές τις αιτίες που είναι η ανυπαρξία δράσης των μεγάλων ομοσπονδιών και πολύ περισσότερο των ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ, η πολιτική ουράς απέναντι στην κυβερνητική πολιτική που εφαρμόζουν οι ηγεσίες των συνδικάτων αυτών, ο διαλυτικός ρόλος του ΠΑΜΕ που όπως υποστηρίζει ελέγχει πάνω από 600 πρωτοβάθμια σωματεία, ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα και που αδυνατεί να κάνει έστω μια πετυχημένη κινητοποίηση και το μόνο που καταφέρνει είναι να πορεύεται μόνο του στις όποιες κινητοποιήσεις που γίνονται!
Θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει και άλλους λόγους για τους οποίους η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα συνδικάτα είναι κυρίαρχη αντίληψη μέσα στους εργαζόμενους. Θέλουμε όμως εδώ να σχολιάσουμε μία άλλη πλευρά της κρίσης, που προβάλλεται με δήθεν αριστερό, αγωνιστικό, ταξικό πρόσημο, που βάζει σε αντιπαράθεση τη δράση μέσα στα συνδικάτα και τη δράση έξω απ’ αυτά.
Με τα συνδικάτα
ή επιτροπές αγώνα;
Η αμφισβήτηση όμως της αναγκαιότητας της ύπαρξης του οργανωμένου συνδικάτου δεν είναι μόνο από την πλευρά της ιδιώτευσης και της ατομικής λύσης. Υπάρχει και η λεγόμενη αριστερή αντιπολίτευση που αν και ξεκινάει από άλλη αφετηρία καταλήγει τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα που είναι η διάλυση της οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης.
Η «αριστερή» αυτή κριτική πλειοδοτεί σε επαναστατικές κορώνες, αρνείται τη συμμετοχή της στις εσωτερικές διαδικασίες του συνδικάτου, όπως είναι οι εκλογές, θεωρεί τα όργανα του σ.κ. σαν ξεπερασμένα γραφειοκρατικά όργανα και πλειοδοτεί σε σχήματα όπως επιτροπές αγώνα από τα κάτω και διάφορα άλλα τέτοια τεχνάσματα, χωρίς να μπορεί να διατυπώσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο πάλης που να αγκαλιάζει τόσο τα προβλήματα όσο και τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Θέλουμε κατ’ αρχάς να τονίσουμε ότι δεν είμαστε θιασώτες των εκλογικών διαδικασιών και μόνο. Όμως η σύγχυση που υπάρχει στα μυαλά ορισμένων για το ζήτημα των εκλογών είναι εντυπωσιακή. Πρώτα απ’ όλα οι εκλογές στα συνδικάτα απέχουν παρασάγγας απ’ τις βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές. Οι εκλογές στα συνδικάτα έχουν έντονο το στοιχείο της δημοκρατικής διαδικασίας και σε μεγάλο βαθμό εκφράζουν την πραγματική κατάσταση των εργαζομένων. Σε αντίθεση μ’ αυτές οι βουλευτικές εκλογές λειτουργούν μέσα σε ένα σύνολο θεσμικών και κοινωνικών εκβιασμών που αφαιρούν σχεδόν ολοκληρωτικά την πραγματική λαϊκή έκφραση.
Η ταύτιση των δύο εντελώς διαφορετικών εκλογικών διαδικασιών αν δεν γίνεται από άγνοια, γίνεται από πρόθεση, δηλαδή από την προσπάθεια να αποφύγει κάποιος να καταθέσει την άποψή του στους εργαζόμενους, να τους πείσει για την ορθότητα των απόψεών του και τελικά να συγκρουστεί με τις δυνάμεις του κυβερνητικού και ρεφορμιστικού συνδικαλισμού.
Έτσι μέσα από βερμπαλισμούς και μεγαλοστομίες επιχειρείται να κρυφτούν οι πραγματικοί λόγοι της μη συμμετοχής στις εκλογές των συνδικάτων, που είναι η αδυναμία και η έλλειψη πίστης σ’ αυτά που δήθεν διακηρύττουν. Το εξίσου αντιφατικό στοιχείο της στάσης αυτών των απόψεων είναι το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι απαιτούν στη συνέχεια απ’ τα όργανα που απαξιώνουν να πάρουν θέση δίπλα στους εργαζόμενους και να στηρίξουν τα αιτήματά τους.
Καταλήγοντας θα πρέπει να τονίσουμε τα εξής: Πρώτον, οι εκλογές δεν είναι παρά μία πλευρά της οργανωμένης πάλης των εργαζομένων. Άλλωστε η μακρόχρονη πείρα των συνδικαλιστικών αγώνων όταν χρειάστηκε έβαλε στο περιθώριο και αυτές τις διαδικασίες. Δεύτερον, η ολοκληρωτική άρνηση των συνδικαλιστικών οργάνων μέσα από μια αναρχοαυτόνομη αντίληψη για τους αγώνες και τη δράση, είναι αδιέξοδη και δεν απάντησε ποτέ στην πραγματικότητα. Τρίτον, τα ψεύτικά διλήμματα ότι «εμείς είμαστε με τους αγώνες και εσείς με τις εκλογές» απλά καταγράφουν την αδράνεια των δήθεν αγωνιστών, αφού δεν κατανοούν ότι και οι εκλογικές διαδικασίες σε ένα συνδικάτο είναι και αυτές τμήμα του αγώνα και όχι αντίπαλος σ’ αυτόν.
Ας τα σκεφτούν σοβαρά όλοι αυτοί που σηκώνουν δήθεν πολύ ψηλά τις σημαίες του ταξικού αγώνα και που στη συνέχεια ξεφουσκώνουν κατηγορώντας τους εργαζόμενους ότι δεν θέλουν ή δεν καταλαβαίνουν ποιο είναι το δίκιο τους. Η πολιτική της υποτίμησης του σ.κ. και των διαδικασιών του, δεν είναι απάντηση στα προβλήματα του κινήματος. Η φυγή προς τα μπρος είναι αναγκαία όταν με τον τρόπο αυτό προχωράει η ιστορία προς τα μπρος και όχι όταν αυτή δημιουργεί τέτοια απόσταση που οι δήθεν πρωτοπόροι δεν βλέπουν τους εργαζόμενους και απλά τους κριτικάρουν ότι δήθεν δεν καταλαβαίνουν το δίκιο τους.