Είναι φανερό -όπως προκύπτει και από τις αλληλοδιαδεχόμενες κατά παραγγελίαν δημοσκοπήσεις που πριμοδοτούν αφειδώλευτα το ΚΙΝΑΛ και τον κατά τα λοιπά άχρωμο και άοσμο Ανδρουλάκη- πως στο έδαφος του ρευστού πολιτικού σκηνικού που επιτείνεται και από την υφέρπουσα σεναριολογία περί πρόωρων εκλογών, βασικά οικονομικοπολιτικά κέντρα ποντάρουν σε μια ελεγχόμενη αναστήλωση του μεταμφιεσμένου ΠΑΣΟΚ, σε ρόλο υποδοχέα της διευρυνόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας και συγκράτησης των διαρροών που προκαλεί η προϊούσα φθορά της Δεξιάς και η καθήλωση – στασιμότητα στην οποία εξακολουθεί να παραδέρνει η συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ.
Στα πλαίσια αυτά και παίρνοντας τον ίσκιο του για μπόι, ο Ανδρουλάκης δημαγώγησε για την προτεραιότητά του «να ξαναγίνει το ΠΑΣΟΚ πρωταγωνιστής, αντικαθιστώντας τη ΝΔ με μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση». Χρησιμοποίησε τον όρο «σοσιαλδημοκρατική» διαμηνύοντας πώς στοχεύει στην ανατροπή των συσχετισμών και στην ανάκτηση των πρωτείων στο χώρο της λεγόμενης κεντροαριστεράς, με οδηγό «τα αδελφά κόμματα της Ευρώπης» και σε αντιπαράθεση με το αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης του Τσίπρα. «Δε συμβιβαζόμαστε ως μικροί, ούτε μπαίνουμε σε λογικές συμμαχιών και μετώπων. Πορευόμαστε με βάση το μήνυμα που μας έστειλε η βάση για αναγέννηση, ενίσχυση και διεύρυνση του χώρου», τονίζει όπου βρεθεί κι όπου σταθεί ο νέος πρόεδρος του κεντροαριστερού δεκανικιού καυτηριάζοντας την κυβέρνηση για «ελιτισμό» και το ΣΥΡΙΖΑ για «λαϊκισμό».
Στη λογική του διμέτωπου καταγγέλλει τον «τοξικό δικομματισμό των άγονων συγκρούσεων» αντιπαραβάλλοντας υποτίθεται «…τον προοδευτικό λόγο εκφρασμένο με μετριοπάθεια και εστιασμένο σε υλοποιήσιμες και μετρήσιμες προτάσεις», δίνοντας ούτως ή άλλως με την «εποικοδομητική του αντιπολίτευση» τα διαπιστευτήριά του στα ξένα και ντόπια αφεντικά. Κατά τα λοιπά, ο Ανδρουλάκης (ο οποίος πουλάει τις γνωστές τεχνοκρατικές παράτες περί ενός «ψηφιακού κόμματος») φρόντισε να δώσει ρόλο σε όλους τους συνυποψηφίους του, διατηρώντας ορισμένους εξ αυτών (Παπανδρέου, Λοβέρδο) στα πόστα τους και αναβαθμίζοντας άλλους, λειτουργώντας «συνεκτικά», με ανομολόγητο στόχο τη διατήρηση των εσωκομματικών ισορροπιών και τη διασφάλιση της περιβόητης ενότητας. Μένει ωστόσο να φανεί αν και κατά πόσο θα διασφαλιστεί το εν λόγω διακύβευμα και δε θα αποδειχθέι θνησιγενές όπως και η διακύμανση των σχέσεων του ΚΙΝΑΛ με τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.