Με νόμο που έφερε στη Βουλή, η κυβέρνηση άλλαξε το τοπίο στους δήμους και τις περιφέρειες. Το βασικό συστατικό του συγκεκριμένου νόμου ήταν η αλλαγή του εκλογικού συστήματος που πρόβλεπε ο προηγούμενος νόμος που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και που είχε εφαρμόσει έστω και με κολοβό τρόπο την απλή αναλογική.
Τα βασικά στοιχεία του νέου νόμου είναι τα εξής. Πρώτον, καταργείται η απλή αναλογική και επανέρχεται ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, βάζοντας σαν ελάχιστο όριο εισόδου στα συμβούλια το ποσοστό 3%. Δεύτερον, ένας συνδυασμός που κερδίζει ποσοστό 43% εκλέγει τον δήμαρχο και παίρνει το ποσοστό του 60% των εδρών. Τρίτον, μειώνει τον αριθμό των δημοτικών συμβούλων, ενώ μένει ασαφές αν τελικά θα υπάρξει αύξηση ή όχι των παραβόλων των υποψηφίων δημάρχων, περιφερειαρχών και συμβούλων.
Ο νέος νόμος της κυβέρνησης ΝΔ δεν αποτελεί τίποτε λιγότερο από την εφαρμογή ενός σκληρού, αυταρχικού, αντιδραστικού πλαισίου που απαγορεύει την εκπροσώπηση των μικρότερων τοπικών δυνάμεων, οδηγεί στο «μάντρωμα» των λεγόμενων ανταρτών στα κομματικά ψηφοδέλτια, έτσι ώστε να μην υπάρχουν διαφωνούντες και βέβαια να περνάνε ακόμα πιο εύκολα τα σχέδια των κυβερνήσεων στις περιφέρειες και τους δήμους.
Πρέπει να τονίσουμε ότι ο νέος νόμος, που είναι σαφέστατα σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση απ’ τον προηγούμενο, νομιμοποιεί τον αντιδραστικό χαρακτήρα των διαδοχικών μεγάλων νομοθετικών παρεμβάσεων στην αυτοδιοίκηση με τον Καποδίστρια, τον Καλλικράτη και Πραξιτέλη. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε με ένα κολοβό νόμο να χρυσώσει το χάπι σε σχέση με τις βασικές παρεμβάσεις με τα παραπάνω νομοθετήματα, φέρνοντας την απλή αναλογική στην εκλογή των συμβουλίων, διατηρώντας όμως την αποδέσμευση της εκλογής του δημάρχου από το συσχετισμό των δυνάμεων στο συμβούλιο.
Έτσι το σύστημα παρέμενε δημαρχοκεντρικό ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος ο δήμαρχος ήταν δέσμιος του συσχετισμού στα συμβούλια. Το αδιέξοδο αυτό ήρθε να λύσει η κυβέρνηση της ΝΔ που αμέσως μόλις ανέλαβε την κυβέρνηση ψήφισε διατάξεις με τις οποίες καταργούσε το ρόλο των συμβουλίων, δίνοντας αποφασιστικά δικαιώματα στις δημοτικές επιτροπές για τα οικονομικά και την ποιότητα ζωής, δίνοντας στον εκάστοτε δήμαρχο την απόλυτη πλειοψηφία ανεξάρτητα απ’ τη δύναμή του στο συμβούλιο και έτσι τη δυνατότητα να κάνει η κάθε δημοτική αρχή ό,τι ήθελε.
Τελειώνοντας πρέπει να τονίσουμε το εξής. Το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων για τα δημοτικά και περιφερειακά όργανα δεν έχει να κάνει με την υποτιθέμενη εύρυθμη λειτουργία των δήμων και περιφερειών. Ο ρόλος των παραπάνω θεσμών στην πραγματικότητα έχει σαν στόχο να απαλλάξει την κεντρική κυβέρνηση από τα κοινωνικά και λαϊκά ζητήματα, να μεταφέρει τα βάρη στον πρώτο και δεύτερο βαθμό διοίκησης που οφείλει να εξασφαλίσει και τους αντίστοιχους πόρους και τέλος να μπορέσει πιο εύκολα να μοιράσει και τα διάφορα ευρωπαϊκά πακέτα προς όφελος των διαπλεκομένων συμφερόντων.