Ένα κρεσέντο κοροϊδίας και εμπαιγμού του λαού εξελίσσεται με φόντο την προσπάθεια απόδοσης ευθυνών για το έγκλημα στα Τέμπη, δίνοντας συνέχεια στην κυβερνητική επιχείρηση συγκάλυψης. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αφού λοιδόρησε τον αγώνα του λαού για να μη συγκαλυφθεί το έγκλημα, τώρα κάτω από την πίεση των παλλαϊκών κινητοποιήσεων υποχρεώθηκε να κινήσει τις απαραίτητες διαδικασίες για την «απόδοση δικαιοσύνης». Αφού μια σειρά κυβερνητικά στελέχη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός χαρακτήρισαν «θεωρίες συνωμοσίας» τις κατηγορίες για το μπάζωμα του χώρου του εγκλήματος και για την απόκρυψη στοιχείων, τώρα επιχειρούν εκ νέου να αποσείσουν κάθε κατηγορία για τον Χρήστο Τριαντόπουλο, πρώην υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ και βασικό κατηγορούμενο για το μπάζωμα. Αφού πρόσβαλαν για πολλοστή φορά τους συγγενείς των θυμάτων, ανασύροντας ψευδείς ειδήσεις και αναπαράγοντας εμετικά σχόλια απέναντι σε ανθρώπους που θρηνούν τα παιδιά τους εξαιτίας της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων και της κρατικής και κυβερνητικής αμέλειας και αναλγησίας, τώρα προσβάλλουν για μια ακόμη φορά τη μνήμη των νεκρών και τους συγγενείς τους, στήνοντας μια νέα επιχείρηση συγκάλυψης και αποπροσανατολισμού, τόσο για να «πέσουν στα μαλακά» οι υπαίτιοι, όσο και για να μεταφερθεί το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης μακριά από τις κυβερνητικές και κρατικές ευθύνες.
Η ίδια η σύσταση της προανακριτικής επιτροπής στη Βουλή για τον βουλευτή της ΝΔ και πρώην υφυπουργό Χρήστο Τριαντόπουλο και τα όσα έλαβαν χώρα σ’ αυτήν αποδεικνύουν περίτρανα πόσο ψευδής είναι ο κυβερνητικός ισχυρισμός για να «χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση των Τεμπών». Έχει σημασία να αναφέρουμε πως στην επιτροπή πλειοψηφία έχει η ΝΔ, επομένως η κυβέρνηση που κατηγορείται καλείται να δικάσει τον εαυτό της(!), προκαλώντας όχι μόνο το αίσθημα της λαϊκής οργής, αλλά και την ίδια την κοινή λογική. Άμεσο παρεπόμενο της συγκεκριμένης σύστασης της προανακριτικής ήταν η άρνηση κλήτευσης μαρτύρων, καθώς κρίθηκε πως «δε χρειάζεται», όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε από το προεδρείο της επιτροπής. Στη συνέχεια, ενώ αναμενόταν να καταθέσει, ο Χρήστος Τριαντόπουλος αρκέστηκε στην αποστολή ενός υπομνήματος τριών(!) παραγράφων, στο οποίο σημείωσε πως: «Επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά ότι είμαι αθώος και ότι ουδεμία αξιόποινη ή/και παράνομη πράξη διέπραξα, της παράβασης καθήκοντος ή οποιαδήποτε άλλη, στις 3 έως 6-3-2023 ή οποτεδήποτε άλλοτε». Ακολούθησε το εξώδικο που απέστειλε η πρόεδρος του «Συλλόγου Συγγενών θυμάτων Τεμπών 2023» Μαρία Καρυστιανού, καθώς και η απαίτηση από την πλευρά των συγγενών να κληθούν ως μάρτυρες ο πρωθυπουργός, καθώς και 16 ακόμη, μεταξύ των οποίων πέντε πρώην υπουργοί και υφυπουργοί της κυβέρνησης.
Για να προστατεύσει τα «παιδιά της», η ΝΔ επιχειρεί να πετάξει για μια ακόμη φορά το μπαλάκι των ευθυνών στην «ανεξάρτητη δικαιοσύνη», προβάλλοντας και το υπόμνημα Τριαντόπουλου ως απόδειξη της πρόθεσης του πρώην υφυπουργού να πάει η υπόθεση στη δικαιοσύνη. Αποκρύπτουν, βέβαια, έντεχνα το γεγονός πως με βάση τη διαφαινόμενη απόφαση της προανακριτικής επιτροπής της βουλής, ο βασικός κατηγορούμενος για το μπάζωμα του χώρου του εγκλήματος θα παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη χωρίς την παραμικρή κατηγορία, ως αθώος. Δηλαδή δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο εκδίκασης ή κάποια συγκεκριμένη κατηγορία για να εξετάσει η δικαιοσύνη. Ταυτόχρονα, όσοι ακόμη κατηγορούνται για την ίδια υπόθεση, όπως ο πρώην περιφερειάρχης Θεσσαλίας Κώστας Αγοραστός, θα εξεταστούν και θα δικαστούν για πλημμεληματικού χαρακτήρα αδικήματα, δηλαδή στη χειρότερη θα «πέσουν στα μαλακά».
Παράλληλα, σάλο προκάλεσε η παρουσία του πρώην υπουργού Μεταφορών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ Χρήστου Σπίρτζη σε εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στην Κηφισιά, η οποία ακυρώθηκε μετά τις αντιδράσεις πολλών συγγενών θυμάτων του εγκλήματος. Ο πρώην υπουργός και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, με επιστολή του, ζήτησε και εκείνος να εξεταστεί από προανακριτική επιτροπή της Βουλής για τη σύμβαση 717 που προέβλεπε την εγκατάσταση συστημάτων τηλεδιοίκησης στο σιδηρόδρομο και δεν προχώρησε ποτέ. «Τον τιμάει η πρότασή του, αλλά δεν προβλέπεται από τον κανονισμό της Βουλής και το Σύνταγμα», απάντησε ο πρόεδρος της Βουλής και βουλευτής της ΝΔ, Νικήτας Κακλαμάνης, δίνοντας συνέχεια στη φθηνή παράσταση της υποτιθέμενης «ευαισθησίας» των πρώην υπουργών για να διαλευκανθεί το έγκλημα στα Τέμπη. Περισσεύει η υποκρισία τόσο από την πλευρά Τριαντόπουλου και ΝΔ, όσο και από εκείνη του Σπίρτζη και του ΣΥΡΙΖΑ, που επιχειρούν να μετατρέψουν ένα έγκλημα στο οποίο οδήγησε η πολιτική τους σε μια δικαστική υπόθεση που αφορά κάποιους λανθασμένους χειρισμούς, «ανθρώπινα λάθη» και στο βάθος ορισμένες «κρατικές ανεπάρκειες».
Δίπλα στην υποκρισία της κυβέρνησης και των κομμάτων της αστικής αντιπολίτευσης, πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν για μία ακόμη φορά τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. Τα τελευταία, μετά και την αποκάλυψη των νέων ηχητικών ντοκουμέντων (δύο χρόνια μετά) και τις συνομιλίες ανάμεσα στους σταθμάρχες, επαναφέρουν με επίμονο τρόπο τόσο τη θεωρία του «ανθρώπινου λάθους» και της «ατομικής ευθύνης», όσο και το γνωστό αφήγημα για το «κακό» δημόσιο, για την ανάγκη αξιολόγησης, για την άρση μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, συμπλέοντας με την κυβερνητική επιχείρηση συγκάλυψης και αποπροσανατολισμού. Ταυτόχρονα, αφού η ΕΛΑΣ επιβεβαίωσε τη γνησιότητα των τριών βίντεο της εμπορικής αμαξοστοιχίας, τα καλοταϊσμένα παπαγαλάκια στην τηλεόραση, τον τύπο και το διαδίκτυο, έσπευσαν να κάνουν πρωτοσέλιδο την είδηση, αποσείοντας για πολλοστή φορά την ευθύνη της κυβέρνησης και μεταφέροντας τη συζήτηση στο «φορτίο» των σιδηροδρόμων. Όχι στο γεγονός πως δεκάδες τρένα κινούνταν καθημερινά σε ράγες χωρίς τηλεδιοίκηση, φωτοσήμανση και βασικά μέτρα ασφάλειας, με εργαζόμενους να δουλεύουν με διπλοβάρδιες και χωρίς ρεπό, σε σταθμούς πλήρως υποστελεχωμένους, μετατρέποντας σε επικίνδυνο φορτίο εκ των πραγμάτων κάθε φορτίο (πόσω δε μάλλον όταν αυτό είναι νατοϊκό στρατιωτικό υλικό, όπως αναφέρεται στο προηγούμενο τεύχος του Λαϊκού Δρόμου) και πρώτα απ’ όλα θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων.
Δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή αυταπάτη πως τα αστικά δικαστήρια, που αποτελούν κομμάτι και «σάρκα από τη σάρκα» του κρατικού μηχανισμού μπορούν να αποδώσουν δικαιοσύνη για το έγκλημα στα Τέμπη. Και επί της ουσίας, όλα τα παραπάνω, που αποτελούν κομμάτι μιας νομικού χαρακτήρα συζήτησης, λειτουργούν αποπροσανατολιστικά για τις πραγματικές αιτίες του εγκλήματος, που δεν είναι άλλες από την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, της ασυδοσίας του κεφαλαίου, της κρατικής εγκατάλειψης των σιδηροδρόμων και της κυβερνητικής αδιαφορίας για τη λειτουργία ενός μέσου στο οποίο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ταξιδεύουνε καθημερινά με κίνδυνο της ζωής τους, αφού δεν υπάρχουν ούτε τα στοιχειώδη μέτρα ασφάλειας και προστασίας. Όλες οι παραπάνω εξελίξεις, από την προανακριτική για τον Τριαντόπουλο, τα βίντεο της εμπορικής αμαξοστοιχίας, τα ηχητικά με τους διαλόγους ανάμεσα στους σταθμάρχες, τον χαρακτηρισμό των καταθέσεων επιζώντων μαρτύρων από το έγκλημα στα Τέμπη ως «αβάσιμες» από τον ειδικό εφέτη ανακριτή Λάρισας, αναδεικνύουν ένα βασικό στοιχείο: Την επιχείρηση συγκάλυψης ενός εγκλήματος στο οποίο οδήγησε η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της τοποθέτησης του κέρδους πάνω από την ανθρώπινη ζωή, καθώς και τη σήψη ενός ολόκληρου συστήματος που προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τη λαϊκή οργή και να τη στρέψει σε ανώδυνα κανάλια. Για πολλοστή φορά αποδεικνύεται πως πραγματική δικαιοσύνη για το έγκλημα στα Τέμπη μπορεί να αποδώσει μόνο ο λαός με τον ανυποχώρητο αγώνα του, όχι μόνο για να αποδοθούν όλες οι ποινικές και πολιτικές ευθύνες και να τιμωρηθούν οι ένοχοι και υπαίτιοι, αλλά πρώτα απ’όλα για να ανατραπεί η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων που γεννά εγκλήματα.