Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την όξυνση της βάρβαρης αντιλαϊκής πολιτικής η οποία έχει καταδικάσει το λαό και τη νεολαία στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Η αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική της ακρίβειας συνεχίζει να σαρώνει το λαϊκό εισόδημα, ο πληθωρισμός δεν υποχωρεί, οι τιμές στην ενέργεια και τα καύσιμα παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ το supermarket και τα βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης αποδεικνύονται είδος πολυτελείας. Η κυβέρνηση πασχίζει να πείσει ακόμα και τώρα ότι η πολιτική της είναι πολιτική που προσπαθεί να αντιμετωπίσει την ακρίβεια. Πως δήθεν η κυβέρνηση έχει ενεργοποιήσει μηχανισμούς που θα πατάξουν την κερδοσκοπία. Διαφημίζει τις αυξήσεις στο βασικό μισθό και υπόσχεται νέες ως το 2027. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική από τα κυβερνητικά αφηγήματα. Η κυβέρνηση -όσο και αν προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο- αφήνει ασύδοτο το μεγάλο κεφάλαιο να κερδοσκοπεί σε βάρος του λαού, παρέχοντάς του κάθε είδους ενισχύσεις και απαλλαγές προκειμένου να εξασφαλιστεί και να συνεχιστεί απρόσκοπτα η κερδοφορία του. Οι υποτιθέμενες δε αυξήσεις στο βασικό μισθό, που μέχρι τώρα έχουν γίνει, στην πραγματικότητα εξανεμίζονται λόγω ακρίβειας πριν καν ανακοινωθούν. Η πολιτική της κυβέρνησης δεν είναι πολιτική περιορισμού της ακρίβειας όπως ισχυρίζονται τα κυβερνητικά στελέχη. Η πολιτική της κυβέρνησης είναι πολιτική που από τη μια επιφυλάσσει φτώχεια και εξαθλίωση για τα πλατιά λαϊκά στρώματα και από την άλλη ενίσχυση με κάθε τρόπο της ντόπιας ολιγαρχίας.

Την ίδια στιγμή συνεχίζεται και αναβαθμίζεται η επίθεση σε βασικά κοινωνικά δικαιώματα, όπως η παιδεία και η υγεία, με αποτέλεσμα να υψώνονται νέοι ταξικοί φραγμοί και αποκλεισμοί και ολοένα και ευρύτερα τμήματα λαού και νεολαίας να πλήττονται άμεσα. Τα δημόσια νοσοκομεία παραμένουν με τεράστιες ελλείψεις με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν και να μην μπορούν ούτε να πραγματοποιηθούν βασικά χειρουργεία. Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παραπαίει. Συνολικά η δημόσια υγεία απαξιώνεται, πράγμα που αποκαλύπτει για μια ακόμα φορά τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις για το ακόμα μεγαλύτερο προχώρημα της ιδιωτικοποίησής της.

Ταυτόχρονα συνεχίζεται με ακόμα μεγαλύτερη ένταση η επίθεση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ύστερα από τον νόμο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, η φετινή χρόνια ξεκίνησε με τεράστια κενά και ελλείψεις, με το δημόσιο σχολείο να χειμάζεται κάτω από την πολιτική της αδιοριστίας, των συγχωνεύσεων, της αξιολόγησης και της κατηγοριοποίησης των σχολείων και της κυβερνητικής πρόθεσης να συνδεθούν με τους ανταγωνιστικούς νόμους της αγοράς. Σε αυτήν την παιδεία που προετοιμάζουν και υπόσχονται τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών δεν χωράνε. Πρόκειται για μια παιδεία που θα απευθύνεται σε λίγους και εκλεκτούς, με τα παιδιά του λαού έξω από αυτή να προορίζονται για φθηνό εργατικό δυναμικό.

Πλάι σε αυτήν την πολιτική εξακολουθεί να υπάρχει και να οξύνεται και η πολιτική της καταστολής και της αστυνομοκρατίας. Δεν υπάρχει κινητοποίηση που να μη σημαδεύεται από την ισχυρή παρουσία των ΜΑΤ. Δεν υπάρχει απεργία που να μην κινδυνεύει να συρθεί από την κυβέρνηση στα δικαστήρια και να βγει παράνομη και καταχρηστική με fast-track διαδικασίες από την κατά τα άλλα ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Την ίδια δικαιοσύνη που αφήνει ακόμα ατιμώρητους τους πραγματικούς υπεύθυνους του δυστυχήματος στα Τέμπη, της ίδιας δικαιοσύνης που συγκαλύπτει κάθε είδους κυβερνητικό σκάνδαλο. Όλο το αντιδημοκρατικό-αντιδραστικό νομικό οπλοστάσιο παραμένει σε ισχύ και χρησιμοποιείται απέναντι σε απεργιακές κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις, σωματεία, παρεμποδίζοντας ή απαγορεύοντας σε αρκετές περιπτώσεις την ελεύθερη συνδικαλιστική δράση. Η πολιτική της καταστολής είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της πολιτικής της ακρίβειας, της εξαθλίωσης και του τσακίσματος των εργατολαϊκών δικαιωμάτων. Ξέρει καλά η κυβέρνηση ότι το αλαζονικό αφήγημα του 41% έχει ξεθωριάσει για τα καλά και ξέρει επίσης ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει αντιμέτωπη με τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση. Και για αυτό προετοιμάζεται απέναντι στις λαϊκές αντιστάσεις ενισχύοντας την πολιτική της αστυνομικής βίας και της κρατικής τρομοκρατίας.

Ταυτόχρονα, η πολιτική της εξάρτησης εμπλέκει όλο και περισσότερο τη χώρα στους πολέμους σε Ουκρανία και Παλαιστίνη, πολλαπλασιάζοντας τους κινδύνους για το λαό και τον τόπο, καθιστώντας τη χώρα όχι στρατηγικό κόμβο, όπως διατυμπανίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά έρμαιο των λυσσαλέων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η «σωστή πλευρά της ιστορίας» του Μητσοτάκη έχει μετατρέψει τη χώρα σε ένα απέραντο ορμητήριο των ιμπεριαλιστών για να εξαπολύουν οι τελευταίοι τους κατακτητικούς τους πολέμους. Το αιματοκύλισμα του Παλαιστινιακού λαού εξακολουθεί να βαφτίζεται από την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά ΜΜΕ «δικαίωμα στην αυτοάμυνα» και «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας». Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται και η επίθεση του Ισραήλ στο Λίβανο. Τα σύννεφα πάνω από τη Μέση Ανατολή πυκνώνουν και το ενδεχόμενο γενικευμένης ανάφλεξης της ευρύτερης περιοχής εμφανίζεται αρκετά πιθανό. Στο πλαίσιο αυτό, η ολόπλευρα ξενόδουλη πολιτική τού «ανήκομεν εις την δύσιν» όχι μόνο δεν διασφαλίζει τα εθνικά κυριαρχικά συμφέροντα, αλλά αντίθετα μόνο ολέθρια αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει για το λαό και τον τόπο.

Απέναντι στην κυβερνητική πολιτική ο λαός και η νεολαία πρέπει να αντιτάξουν το δικό τους δρόμο. Όσο και αν σήμερα οι συσχετισμοί φαίνονται δύσκολοι, η ελπίδα εξακολουθεί να βρίσκεται στους αγώνες. Αυτοί είναι που στο τέλος θα κρίνουν το μέλλον. Άλλωστε, κάτω από το βάρος της αντιλαϊκής πολιτικής πολλοί κλάδοι βγήκαν το προηγούμενο διάστημα και θα βγουν ξανά και ξανά στον δρόμο του αγώνα. Οι αγώνες αυτοί είναι που μπορούν να βάλουν φραγμό στην κυβερνητική πολιτική. Και είναι οι αγώνες αυτοί που έχουν γίνει μέχρι τώρα, που έχουν κουρελιάσει την κυβερνητική αλαζονεία με αποτέλεσμα τα σύννεφα πάνω από την κυβέρνηση της ΝΔ να πυκνώνουν και μεγάλα κομμάτια του λαού και της νεολαίας να αποδεσμεύονται από την επιρροή της, όπως άλλωστε κατέδειξαν και επιβεβαίωσαν και τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών.