Πώς διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό μετά τις ευρωεκλογές

Σοβαρή κυβερνητική κρίση σε Γαλλία και Βέλγιο και άνοδο της ακροδεξιάς -όχι πάντως στον βαθμό που προβάλλεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και τα αστικά κόμματα- έφεραν οι ευρωεκλογές της 9ης Ιούνη, την ώρα που σχεδόν οι μισοί Ευρωπαίοι δεν συμμετείχαν στην ψηφοφορία. Τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν είναι πολλά. Το σίγουρο πάντως είναι ότι το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο τα αστικά επιτελεία παρουσιάζουν ως «αρχή και τέλος» της ζωής, τρίζει απ’ άκρη σ’ άκρη και το μέλλον του κάθε άλλο παρά βέβαιο μπορεί να θεωρηθεί.

Πρώτη η ακροδεξιά Λεπέν στη Γαλλία -Άρον άρον εκλογές προκήρυξε ο Μακρόν

Στη Γαλλία, ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν «εκτόξευσε» το ποσοστό του σε πάνω από 30%, υπερδιπλάσιο από αυτό που συγκέντρωσε η «Αναγέννηση» του Γάλλου προέδρου, Μακρόν. Ο τελευταίος μάλιστα έσπευσε σχεδόν αμέσως να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές.

Την ίδια ώρα, ο πρόεδρος των Ρεπουμπλικανών, Ερίκ Σιοτί, καλεί σε στήριξη στην Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν ξεσηκώνοντας σφοδρές αντιδράσεις και δημιουργώντας πολεμικό κλίμα στη γαλλική κεντροδεξιά. Η κίνηση πάντως αυτή του ηγέτη του κεντροδεξιού κόμματος αποκαλύπτει ότι η Λεπέν διαθέτει συμμάχους ή ακροατήριο και σε άλλα αστικά κόμματα.
Τα αποτελέσματα στη Γαλλία πάντως αποτελούν «καθρέφτη» των εξελίξεων σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα ακροδεξιά κόμματα αυξάνουν τις ψήφους τους, ενώ το περιβόητο «κέντρο» που τόσο στήριξε την ΕΕ, εφαρμόζοντας σειρά αντεργατικών και αντιλαϊκών πολιτικών, παραπαίει εκλογικά.

Την ίδια ώρα, σοσιαλιστές, πράσινοι, το ρεφορμιστικό κομμουνιστικό κόμμα και η Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν απευθύνουν έκκληση για μια κοινή πλατφόρμα με στόχο «να παρουσιάσουν μια εναλλακτική επιλογή απέναντι στον Εμμανουέλ Μακρόν και να δώσουν μάχη εναντίον του ρατσιστικού προγράμματος της άκρας δεξιάς».

Κυβερνητική κρίση και στο Βέλγιο

Στο Βέλγιο, ο πρωθυπουργός, Αλεξάντερ Ντε Κρόο, του φιλελεύθερου Open Vld παραδέχτηκε την ήττα του στις εκλογές για ομοσπονδιακή κυβέρνηση. «Για εμάς, είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη βραδιά, χάσαμε. Από αύριο θα είμαι απερχόμενος πρωθυπουργός», είπε μεταξύ άλλων.
Όπως επισημαίνει το δίκτυο RTBF κατά παράδοση, την επομένη των εκλογών, ο πρωθυπουργός της χώρας υποβάλλει πάντα την παραίτηση της κυβέρνησής του στον βασιλιά.

Δεύτερο το ακροδεξιό AfD στη Γερμανία – Μεγάλη άνοδος για το κόμμα της Μελόνι στην Ιταλία

Στη Γερμανία, το κυβερνών κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών του Όλαφ Σολτς τερμάτισε τρίτο, καταγράφοντας το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία του (14%), πίσω από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), η οποία ήρθε στη δεύτερη θέση, ενώ πρώτοι αναδείχθηκαν οι Χριστιανοδημοκράτες.

Εν τω μεταξύ στην Ιταλία, το κόμμα της Μελόνι «εκτόξευσε» τα ποσοστά του, ενώ το κεντρώο Δημοκρατικό Κόμμα σημείωσε μικρή αύξηση. Στην Αυστρία η ακροδεξιά αναδείχτηκε πρώτη και πλέον ελπίζει πρωτιά και στις βουλευτικές εκλογές, ενώ στην Ισπανία άνοδο σημείωσε και το ακροδεξιό Vox που κατέλαβε την τρίτη θέση, με τη δεξιά και τους σοσιαλιστές να καταλαμβάνουν την πρώτη και τη δεύτερη αντίστοιχα.

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η δυναμική δεν ήταν κοινή σε όλη την Ευρώπη: Στην Πολωνία και την Ουγγαρία, τα εθνικιστικά κόμματα κατέλαβαν την πρώτη θέση, αλλά έχασαν έδρες σε σύγκριση με την ψηφοφορία του 2019.

Η «εξαίρεση» Σουηδίας, Δανίας, Φινλανδίας και Ολλανδίας


Στη Σουηδία κέρδισε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με τον κεντροδεξιό πρωθυπουργό να ηττάται. Η ρεφορμιστική «αριστερά» από έναν ευρωβουλευτή εξέλεξε δύο και οι ακροδεξιοί «Σουηδοί Δημοκράτες» που έχουν συμφωνία συνεργασίας με τον πρωθυπουργό, αύξησαν τη δύναμή τους, εκλέγοντας -από δύο- τρεις ευρωβουλευτές.Στη Δανία η «Πράσινη Αριστερά» κατέλαβε την πρώτη θέση, ενώ δεύτεροι έρχονται οι Σοσιαλδημοκράτες. Στη δε Φινλανδία, το κεντροδεξιό Κόμμα Εθνικής Συμμαχίας ήρθε πρώτο, με τη ρεφορμιστική Αριστερή Συμμαχία να αναδεικνύεται δεύτερη και το ακροδεξιό κόμμα έκτο.

Αντίστοιχα και στην Ολλανδία, όπου οι σοσιαλδημοκράτες αναδείχθηκαν πρώτη δύναμη και οι ακροδεξιοί όμως δεύτεροι.

Πώς διαμορφώνεται η Ευρωβουλή

Από τις 720 έδρες του νέου Ευρωκοινοβουλίου, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) διατηρεί την πρώτη θέση λαμβάνοντας 186, ενώ στη δεύτερη θέση βρίσκονται οι «Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές» με 133.

Στην τρίτη θέση βρίσκεται το Renew Europe με 82 έδρες και στην τέταρτη οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές με 70 έδρες.
Στην πέμπτη θέση με 60 έδρες βρίσκεται η ομάδα Ταυτότητας και Δημοκρατίας στην οποία ανήκουν το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν, το γερμανικό AfD.

Στη συνέχεια ακολουθεί η ευρωομάδα των Πρασίνων με 53 έδρες και τελευταία η ευρωπαϊκή ρεφορμιστική Αριστερά με 36 έδρες.

Η φιλοπόλεμη, ρατσιστική πολιτική των ιμπεριαλιστών της ΕΕ δυναμώνει την ακροδεξιά

Η ενίσχυση της ακροδεξιάς και μάλιστα σε χώρες που καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις στην ΕΕ και αποτελούν την κινητήρια δύναμη του ιμπεριαλιστικού οικοδομήματος -σε Γαλλία και Γερμανία προπάντων, αλλά και σε Ιταλία, Βέλγιο και Αυστρία- δεν είναι τυχαία. Αντ’ αυτού υποδηλώνει τη βαθιά κρίση και τη χρεωκοπία των πολιτικών δυνάμεων που καθόρισαν τις εξελίξεις της τελευταίας 15ετίας.
Το υποτιθέμενο κέντρο, η δεξιά αλλά και η σοσιαλδημοκρατία, δυνάμεις που κυβέρνησαν και διαμόρφωσαν την πολιτική της ΕΕ εφάρμοσαν για χρόνια σειρά αντιλαϊκών-αντεργατικών μέτρων στο σύνολο των κρατών-μελών. Η καταστολή όποιας φωνής αντιδρούσε στην αντιδραστική αυτή πολιτική, καταστολή άγρια σε αρκετές περιπτώσεις, όπως έγινε με τις ογκώδεις κινητοποιήσεις στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια, οδήγησε σε μεγάλη δυσαρέσκεια τις λαϊκές μάζες που πολλές φορές, υπό την απουσία του υποκειμενικού παράγοντα, έμενε στο επίπεδο του αυθόρμητου και της οργής, χωρίς να μετασχηματίζεται σε οργανωμένο πολιτικό αγώνα. Η ακροδεξιά καπηλευόμενη αυτή την κατάσταση, έχυσε το δηλητήριο μέσα στις μάζες, προωθώντας την αντιδραστική της ατζέντα, με τις ευλογίες των αρχουσών τάξεων και των ιμπεριαλιστών της ΕΕ.

Την ίδια ώρα η ρατσιστική αντιμεταναστευτική πολιτική της ΕΕ, της Ευρώπης-φρούριο με τα τείχη στη στεριά και την αδιαπέραστη θάλασσα, η Ευρώπη των στρατοπέδων συγκέντρωσης προσφύγων που αποτελούν ουσιαστικά αποθήκες ψυχών, η Ευρώπη των χιλιάδων πνιγμένων που αναζητούσαν καλύτερες συνθήκες ζωής, καλλιεργεί εδώ και πολλά χρόνια το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Και μάλιστα με ένα ιδεολογικό «περιτύλιγμα» που έρχεται κατευθείαν από τις μαύρες εποχές του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού που προβάλλει -έστω και υπόρρητα- την «ανωτερότητα» του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Η «πράσινη» ατζέντα και ο πόλεμος στην Ουκρανία

Στο ίδιο πλαίσιο, σε όλες τις χώρες οι Πράσινοι έχασαν έδρες μετά την ισχυρή ευρωκοινοβουλευτική παρουσία που εξασφάλισαν το 2019. Μάλιστα, έρευνες δείχνουν ότι η σημασία της κλιματικής αλλαγής μειώνεται μεταξύ των Ευρωπαίων ψηφοφόρων, συγκριτικά με άλλες ανησυχίες, όπως η οικονομία. Η μετατόπιση της ατζέντας από τα κοινωνικά θέματα, στην περίφημη «πράσινη μετάβαση» που δεν αποτελεί παρά ένα πιο «φιλοπεριβαλλοντικό» πλασάρισμα του κεφαλαίου στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται με την κλιματική αλλαγή, με φόντο πάντα τον παγκόσμιο ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, άφησε εντελώς ανέγγιχτα άλλα, πιο… κοστοβόρα προβλήματα, όπως η ακρίβεια, οι ανεπαρκείς μισθοί, η διάλυση του κοινωνικού κράτους.

Μέσα στο κλίμα που διαμορφώνεται δεν πρέπει να παραβλέπουμε το ρόλο που διαδραματίζει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Όλες εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που συγκροτούν σχηματικά το «κόμμα του Πολέμου» είτε έχασαν μεγάλο μέρος της επιρροής τους είτε καταποντίστηκαν. Ταυτόχρονα, έρευνες δείχνουν ότι η στήριξη της πολεμικής σύρραξης, αν και πλειοψηφική σε κοινωνικό επίπεδο, μειώνεται διαρκώς, όσο μάλιστα δεν διαφαίνεται κάποιο τέλος στην πολεμική σύγκρουση και οι πολιτικές δυνάμεις του κέντρου, της δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας διογκώνουν την πολεμική ρητορική τους.

Στο μέτωπο πάντως αυτό η ακροδεξιά δεν εμφανίζεται ενιαία. Μπορεί το κόμμα της Λεπέν να διατηρεί δεσμούς με τη Ρωσία και να ακολουθεί μία πιο ήπια στάση στο ουκρανικό, η Μελόνι όμως αναδεικνύεται σε σφοδρή αντίπαλο της ρωσικής επιρροής στην Ευρώπη και δρα -τόσο επίσημα όσο και παρασκηνιακά- για τη συνέχιση της στρατιωτικής βοήθεια προς την Ουκρανία. Η Λεπέν άλλωστε εκφράζει εκείνη τη μερίδα της γαλλικής αστικής τάξης που επιζητά έναν πιο «ανεξάρτητο» γεωπολιτικό ρόλο τόσο σε σχέση με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ όσο και με άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία.