Ο απόηχος της βαριάς εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ και η παραίτηση του Τσίπρα συνεχίζουν να προκαλούν σοβαρές παρενέργειες στο εσωτερικό του. Ο ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστα θυμίζει κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την ώρα που η μισή χώρα παραδόθηκε στο έλεος των πιο καταστροφικών πυρκαγιών και έπειτα των πλημμυρών, αναδεικνύοντας το μεγαλείο της ανυπαρξίας του διαβόητου «επιτελικού κράτους» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που η ακρίβεια σαρώνει με ανελέητο τρόπο το λαϊκό εισόδημα και οδηγεί σε αδιέξοδο τα νοικοκυριά.
Η ανυπαρξία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και λίγο – πολύ όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αποτελεί παράγοντα που αποθρασύνει ακόμα περισσότερο την κυβέρνηση της ΝΔ, τροφοδοτεί την έπαρση και την αλαζονεία της. Επιτρέπει στο Μητσοτάκη, ανάμεσα στα άλλα, να στοχοποιεί, εμμέσως πλην σαφώς, τους χαροκαμένους μετανάστες για την καταστροφή στον Έβρο ταυτιζόμενος με τους αυτόκλητους ακροδεξιούς «σερίφηδες» και την ίδια στιγμή να καταγγέλλει το ΣΥΡΙΖΑ πως «εργαλειοποιεί» για αντιπολιτευτικούς λόγους τις φονικές πυρκαγιές.
Σε αυτό το φόντο, παραμονές των εκλογών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ αναζητά την επόμενη ηγεσία που θα αντικαταστήσει τον άφαντο Τσίπρα, σε μια προσπάθεια να συγκρατηθεί και να μην βαθύνει ακόμα περισσότερο η εσωτερική κρίση και τα φαινόμενα διαλυτισμού. Αυτό επιβεβαιώθηκε στο έκτακτο Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το πρώτο σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου, του οποίου οι εργασίες αρκέστηκαν μόνο στην παρουσίαση των θέσεων των πέντε υποψηφίων και στην επικύρωσή τους.
Ο σοσιαλδημοκρατικός προσανατολισμός του ΣΥΡΙΖΑ -απαλλαγμένος από κάθε βαρίδι του παρελθόντος- καθώς και ο αρχηγικός χαρακτήρας του -τον οποίο εγκαινίασε ο Τσίπρας- αποτελούν τον κοινό παρονομαστή των θέσεων των Αχτσιόγλου, Παππά, Τζουμάκα και εν πολλοίς του Κασσελάκη. Μοναδική «παραφωνία» αποτελεί ο Τσακαλώτος ο οποίος προβάλλει όλο το ρεφορμιστικό πλαίσιο και την πολιτική τής «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που οδήγησε στην ταπεινωτική συνθηκολόγηση με την ΕΕ και το ΔΝΤ και στην επιβολή του τρίτου μνημονίου. Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, όλοι τους δίνουν εξετάσεις προσαρμογής στα συμφέροντα της ντόπιας ολιγαρχίας και των ξένων αφεντικών τους. Υπόσχονται πως μπορούν να οικοδομήσουν ένα κόμμα που να μπορεί να αποτελεί το αντίπαλο δέος στη ΝΔ. Να εγκλωβίζει και να εκτονώνει τη γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια, εφαρμόζοντας μια πολιτική σχεδόν πανομοιότυπη με αυτή της ΝΔ, στον αντίποδα των ζωτικών λαϊκών συμφερόντων. Γι’ αυτό άλλωστε όλοι οι υποψήφιοι αρχηγοί του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύουν στο λεγόμενο «κέντρο», διεκδικώντας μερίδιο από την τωρινή πρωτοκαθεδρία της ΝΔ.
Μέσα σε αυτό το κάδρο, η υποψηφιότητα του Κασσελάκη για την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και αυτό γιατί -όπως ομολογούν τα ίδια τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ- προέκυψε από το πουθενά ως «αλεξιπτωτιστής». Το καλά δουλεμένο επικοινωνιακό προφίλ του «άριστου» και ταυτόχρονα «αυτοδημιούργητου» επιχειρηματία επισημαίνει τη δυνατότητα που έχουν τα εγχώρια και ξένα κέντρα της ολιγαρχίας να παρεμβαίνουν στα εσωτερικά ενός κόμματος σαν το ΣΥΡΙΖΑ ώστε να σταθεροποιήσουν το δεύτερο πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος.
Ποια κέντρα, εντός και εκτός συνόρων, στηρίζουν και προωθούν την υποψηφιότητα Κασσελάκη, αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθεί. Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πως οι προγραμματικές θέσεις με τις οποίες διεκδικεί την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν την πιο δεξιά – σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του. Ευθαρσώς ο ίδιος ο Κασσελάκης υποστηρίζει και προωθεί το μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε ακόμα πιο δεξιά κατεύθυνση κατά τα αμερικανικά πρότυπα του κόμματος των Δημοκρατικών.
Αν θα παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα ενιαίο κόμμα ή όχι, με το νέο ή τη νέα αρχηγό θα φανεί. Το σίγουρο πάντως είναι πως οι εξελίξεις στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν αφορούν το λαό και τα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τη φτώχεια, την καλπάζουσα ακρίβεια σε όλα σχεδόν τα είδη κλπ. Οι όποιες εξελίξεις αφορούν στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί ένας ισχυρός πυλώνας στο αστικό πολιτικό σύστημα, με καθαρόαιμα σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ικανός να προωθήσει τα συμφέροντα της ντόπιας ολιγαρχίας και των ιμπεριαλιστών.